Elwen- κεφάλαιο 6

 


Το βλέμμα του Σαοϊρσε περιπλανήθηκε στον χώρο μα παρέμεινε καρφωμένο πάνω στον Γκριάν και την Έλγουεν που μονομαχούσαν στο προαύλιο. Κάτι είχε αλλάξει πάνω και στους δύο. Καταρχάς, υπήρχε ένας απίστευτος ηλεκτρισμός ανάμεσα τους που δεν τον είχε ξαναδεί. Ήταν ο τρόπος που άγγιζε ο ένας τον άλλον, ήταν αυτά τα βλέμματα που έμεναν λιγάκι περισσότερο από το κανονικό μα και τ’ αχνά χαμόγελα όλο νόημα που χάριζε ο ένας στον άλλον. Κάτι είχε συμβεί, δε του το έβγαζε τίποτα από το μυαλό…

Όμως αυτό που τον προβλημάτιζε περισσότερο από κάθε τι, ήταν η Έλγουεν η ίδια. Έμοιαζε πιο απόκοσμη από ποτέ. Τα μάτια της άλλαζαν χρώμα και κάθε φορά που ο Γκριάν το παρατηρούσε, τη σταματούσε και στεκόταν τόσο κοντά της που τα σώματα τους έμοιαζαν ένα. Της ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί και το ξωτικό ηρεμούσε αμέσως. Επανερχόταν στη φυσιολογική του υπόσταση. Έτριψε το πηγούνι του και το μακρύ του μούσι και έκανε έναν περίεργο θόρυβο με τη γλώσσα του, προβληματισμένος με αυτό που αντίκριζε.


«Τη μέλλουσα γυναίκα σου κοιτάς;» Η φωνή του Γκέιλ τον έβγαλε από τις βαθιές του σκέψεις άτσαλα. Στάθηκε μπροστά του για να καλύψει το ζευγάρι που μαχόταν ακόμα, και ανατρίχιασε όταν άκουσε το γλυκό γέλιο της Έλγουεν που ανακατευόταν τόσο όμορφα με το ηχηρό γέλιο του Γκριάν. Ο Γκέιλ έσμιξε τα φρύδια του και έριξε μια εξεταστική ματιά στον πολεμιστή που φαινόταν σχεδόν μαρμαρωμένος.

«Α ναι… ο χορός για τα γενέθλια τους…» σχολίασε βαριεστημένα. «Πρέπει να έρθω; Δε μου αρέσουν οι χοροί! Εγώ είμαι πολεμιστής όχι…»

«Δεν γίνεται να λείψεις από τους αρραβώνες σου!» στριφογύρισε τα μάτια του ο Γκέιλ αγανακτισμένα.

«Είσαι σίγουρος πως η Έλγουεν θέλει να με παντρευτεί;» ρώτησε άλλη μία φορά. Από τη μέρα που του ανακοινώθηκε το σχέδιο του Γκέιλ, δεν είχε ηρεμήσει. Ένιωθε… χαρά… χαμογελούσε διάπλατα γιατί ήταν ερωτευμένος με την Έλγουεν μα συνάμα φοβόταν γιατί κατά βάθος ήξερε… εκείνη δε θα μπορούσε να τον αγαπήσει ποτέ το ίδιο. Για πολλούς λόγους… ένας ήταν ο Γκριάν και ο άλλος ήταν πως εκείνος δε θα μπορούσε να γίνει σαν το πρίγκιπα. Δε θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει ένα χαμόγελο που στάζει αγάπη από το ξωτικό γιατί πολύ απλά, δεν ήξερε πως ν’ αγαπά, όχι όπως ήξερε πώς να πολεμάει, και η Έλγουεν ήθελε έναν άντρα που να μπορεί και τα δύο. Κάποιον σαν τον Γκριάν.

«Φυσικά και είμαι σίγουρος», τον καθησύχασε γελώντας νευρικά ο Γκέιλ. «Μου το είπε τις προάλλες, μου είπε: Ο Σαοϊρσε είναι η τέλεια επιλογή». Ο Γκέιλ έλεγε ψέματα. Του ‘ρθε να γελάσει, του Σαοϊρσε, μα συγκρατήθηκε για να μη πληγώσει τον μέντορά του. «Να κάνεις μπάνιο να μη βρωμάς και να φορέσεις τα καλύτερα σου ρούχα… και που ‘σαι… σκάσε κι ένα χαμόγελο!» Χτύπησε φιλικά τον ώμο του κι έφυγε αφήνοντας τον Σαοϊρσε να κοιτάζει μελαγχολικά προς τον πρίγκιπα ήλιο και το ξωτικό του.

Αργά το μεσημέρι βρισκόταν ακόμα στον στάβλο και περιποιούταν ένα λευκό άλογο που είχε καταφέρει ν’ αγοράσει ως δώρο αρραβώνων για την Έλγουεν. Του είχε κοστίσει μια ολόκληρη περιουσία μα της άξιζε. Το ξωτικό αγαπούσε τ’ άλογα περισσότερο από κάθε άλλο ζωντανό και ήθελε να της δώσει το καλύτερο. Ο επιβήτορας ήταν νεαρός και δυνατός- του πήρε λίγο καιρό να τον εξημερώσει γιατί βρέθηκε μόνος του στα δάση, κοντά στα σύνορα προς το μαγικό δάσος. Ο άντρας που τον είχε βρει, δεν κατάφερε ποτέ να τον πλησιάσει τόσο όσο χρειαζόταν για να τον ηρεμήσει και κατέληξε να τον πουλάει όσο-όσο για να τον ξεφορτωθεί. Μπορεί το άλογο να του κόστισε λιγότερο απ’ ότι φανταζόταν, μα η σέλα και τα χαλινάρια- όπως και ο αναβατήρας- που ήταν φτιαγμένα από το καλύτερο δέρμα, τον άφησαν άφραγκο. Του πήρε μία βδομάδα να κάνει το άλογο να τον εμπιστευτεί κα μόλις πριν μερικές μέρες κατάφερε και να ανέβει στη ράχη του. Του μιλούσε για την Έλγουεν κι εκείνο τον κοιτούσε μ’ ενδιαφέρον. Πίστευε πως θα τα πάνε καλά, το ξωτικό και το άλογο…

«Ενοχλώ;» Η γλυκιά και ευγενική φωνή της τον έκανε να τιναχτεί κυρίως λόγο της ντροπής που ένιωθε γιατί τη σκεφτόταν τόσο έντονα. Καθάρισε τον λαιμό του και προσπάθησε να της χαρίσει ένα χαμόγελο που έπιασε το ξωτικό εξαπίνης. «Πολύ όμορφος, έχει όνομα;» ρώτησε εκείνη ενώ πλησίαζε διστακτικά το άλογο.

«Όχι, δεν τον ονομάτισα, φαντάστηκα πως θα ήθελες εσύ να του δώσει ένα ταιριαστό όνομα…»

«Εγώ γιατί;»

«Είναι δικός σου», ψιθύρισε ο άντρας και τράβηξε το βλέμμα του μακριά της. «Δώρο για τα γενέθλια σου και…» σταμάτησε μόλις την είδε να θλίβεται, με την άκρη του ματιού του. «Έλγουεν, το ξέρω πως δεν είμαι…» Κόμπιασε λίγο μα αναθάρρησε όταν εκείνη σήκωσε το βλέμμα της πάνω του. «Δε με αγαπάς. Γιατί με παντρεύεσαι;»

«Σε αγαπώ, σαν φίλο», απάντησε εκείνη ειλικρινά. «Έχουμε περάσει πολλά μαζί Σαοϊρσε. Μας έχεις σώσει τόσες φορές από μπελάδες μα έχεις δίκιο, δε σε αγαπώ ερωτικά… είσαι αδερφός μου κι εγώ…»

«Αγαπάς τον Γκριάν…» Τα μάτια της πήραν μια περίεργη απόχρωση του ροζ, σα τα τριαντάφυλλα στους κήπους του κάστρου. «Το καταλαβαίνω, όμως γιατί είπες ναι στον γάμο μας;»

«Γιατί πίστευα πως εκείνος δεν μοιραζόταν τα ίδια συναισθήματα με μένα. Θα σε παντρευόμουν και θα μάθαινα ν’ αγαπώ και το κορμί σου όσο αγαπώ τη ψυχή σου. Μα… τελικά…»

«Δεν υπήρχε αμφιβολία για τα αισθήματα του για σένα», τη διέκοψε. «Άργησε να τα παραδεχτεί, μα πάντα σ’ αγαπούσε.» Σήκωσε το χέρι του στον ώμο της και το ακούμπησε εκεί για λίγο, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της. «Τι θα κάνουμε;»

«Κάνουμε;» επανέλαβε εκείνη τη τελευταία του λέξη.

«Έτσι όπως με μπλέξατε, δε μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο απ’ το να σας βοηθήσω… με κίνδυνο της ζωής μου γιατί αν το Γκέιλ μάθει πως…» Τα μάτια της Έλγουεν έγιναν πράσινα από τη χαρά που ένιωσε. Τον αποσυντόνισε για μια στιγμή μα περισσότερο τον αποσυντόνισε η αγκαλιά της. «Εντάξει, πρέπει να πάω να κάνω μπάνιο τώρα», μουρμούρισε σα χαμένος και πριν τον σταματήσει, έφυγε από κοντά της με γοργό βήμα.

Η Έλγουεν ένιωσε άσχημα που ζητούσε από τον φίλο της να κάνει τέτοια θυσία για εκείνη, ιδιαίτερα γνωρίζοντας τα αισθήματα του για εκείνη, μα δε γινόταν διαφορετικά. Τα πράγματα έπρεπε να κυλήσουν ομαλά, να δει που θα την έβγαζαν τα αισθήματα της για τον Γκριάν κι αν υπήρχε ελπίδα για τους δυο τους. Κοίταξε το γόνατο της που εξείχε από το ζεστό νερό της μπανιέρας στην οποία είχε βυθιστεί και αναλογίστηκε τις συνέπειες των πράξεων της. Καρδιές μπορούσαν να σπάσουν, πικρίες να δημιουργηθούν και τέλος να έχανε για πάντα τον ήλιο της. Ανατρίχιασε κι ένιωσε ψύχρα να την τυλίγει. Σηκώθηκε και τυλίχτηκε με τη ρόμπα της πάνω που η πόρτα του δωματίου της άνοιγε διστακτικά. Το χαμογελαστό πρόσωπο του πρίγκιπά της έκανε την εμφάνισή του. Μπήκε γρήγορα μέσα κι ακούμπησε τη πλάτη του στη πόρτα μόλις την έκλεισε πίσω του.

«Είσαι τρελός;» ρώτησε ξαφνιασμένη μέσα από τα δόντια της. «Έρχεσαι εδώ ακόμα δεν έχει πέσει το σκοτάδι; Γίνεται χαμός εκεί έξω, υπηρέτες πηγαινοέρχονται για τον χορό, αν σε είδε κανείς;» Σε κάθε λέξη της εκείνος χαμογελούσε όλο και πιο πλατιά και αντί ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις της, τη πλησίασε και έκλεισε το στόμα της μ’ ένα φιλί. Η Έλγουεν άφησε ένα μουγκρητό ευχαρίστησης και παρέλυσε εντελώς όταν εκείνος ξεκίνησε να ξεφορτώνεται τη ρόμπα της. Δεν τους πήρε ώρα να βρεθούν στο κρεβάτι και να παραδοθούν αμαχητί ο ένας στον άλλο. Η Έλγουεν δε μπορούσε να καταλάβει την επιρροή που είχε πάνω της τ’ άγγιγμα του ήλιου κι εκείνος δεν άντεχε μακριά της ούτε δευτερόλεπτο. Ο έρωτας τους ήταν δυνατός και τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να μπει ανάμεσα τους, όχι όταν κάθε επαφή τους ήταν τόσο βαθιά και τους έκανε να ξεχνούν τον κόσμο γύρω τους. Τίποτα δεν είχε σημασία… μόνο οι δύο τους.

Έμειναν στο κρεβάτι για λίγο να κοιτιούνται χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα. Τα σημάδια στα πλευρά της Έλγουεν είχαν τραβήξει για μία ακόμη φορά τη προσοχή. Τα κοιτούσε για ώρα όταν σήκωσε το δάχτυλό του σ’ ένα από τα σχέδια από αστέρια και τ’ ακούμπησε απαλά.  «Μοιάζουν σα χάρτης», είπε προβληματισμένος. «Σαν χαρτογραφημένα αστέρια…» Σήκωσε τα μάτια του στο πρόσωπο της και τη κοίταξε σοβαρός. «Να τα δει ο μάγιστρος να μας πει…»

«Όχι!» τον διέκοψε απότομα και σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι. Άρπαξε το φόρεμα που της είχε δώσει για το χορό η βασίλισσα και ξεκίνησε να ντύνεται χωρίς να τον κοιτάζει.

«Έλγουεν, μπορεί εκείνος να έχει την απάντηση σ’ αυτό το μυστήριο!» επέμενε εκείνος, καθώς ντυνόταν γρήγορα.

«Όχι Γκριάν», τον παρακάλεσε. «Δε το καταλαβαίνεις…»

«Πράγματι!» ψιθύρισε δυνατά εκείνος δείχνοντας την αγανάκτησή του. «Δε θες να μάθεις γιατί ξαφνικά γέμισε το κορμί σου με αυτά τα σχέδια;»

«Θέλω μα…» τον αντίκρισε και πρώτη φορά την είδε τόσο φοβισμένη. «Είναι ήδη δύσκολο για μένα, ένα ξωτικό να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους· έχω δει πως με κοιτάζουν λες και είμαι κάτι αφύσικο. Λες να πάρουν καλά το γεγονός πως ξάφνου έχουν αρχίσει περίεργα πράγματα να συμβαίνουν πάνω μου;» Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα. Ο πρίγκιπας τρόμαξε γιατί ενώ μιλούσε, σύννεφα μαζευόταν στον ουρανό και όσο θύμωνε τόσο χειρότερος γινόταν ο καιρός. Στη τελευταία της λέξη, μια αστραπή έκοψε τον ουρανό στα δύο τρομάζοντας τους.

«Έλγουεν, ηρέμισε ξωτικό μου…» τη παρακάλεσε και φίλησε τον κρόταφό της. Είχε τρομοκρατηθεί, μα δεν είχε σκοπό να της το δείξει. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Χάιδεψε τα μαλλιά της μέχρι που την ένιωσε να χαλαρώνει ξανά στα χέρια του. Έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρό της. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και πάλι και τ’ αστέρια ξαναφάνηκαν. «Δε θ’ αφήσω  κανέναν να σε πειράξει…» μουρμούρισε και της χάρισε ένα τρυφερό φιλί που επανάφερε το μπλε χρώμα στα μάτια της. 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις