Elwen- Πρόλογος

 



Βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό καθώς ο ψηλός άντρας με τη βαριά φορεσιά ιππότη, και την προβιά που έπεφτε στου ώμους του για προστασία, έτρεχε στον αυλόγυρο του κάστρου χωρίς να ρίξει ματιά πίσω του. Αγνόησε τον φίλο του, που τον καλούσε ανήσυχα, και έσπρωξε τις βαριές πόρτες που οδηγούσαν στην είσοδο του τεράστιου κτίσματος. Έριξε γύρω του μια αναγνωριστική ματιά, αλαφιασμένος. Τα μπλε μάτια του ήταν γεμάτα αγωνία και τρόμο, ενώ το σαγόνι του, δεν έλεγε να σταματήσει να συσπάται στη προσπάθεια του να μείνει ήρεμος. Πέρασε ανάμεσα από τη φρουρά του που χτύπησε προσοχή μόλις τον είδε κι ευχήθηκε να μπορούσε να πάψει αυτόν τον απαίσιο θόρυβο που έκαναν οι πανοπλίες και τα σπαθιά καθώς οι άντρες στέκονταν ευθυτενείς.

Μόλις είχε γυρίσει από την περιπολία στα σύνορα των δασών της Κόργκα, της πολυαγαπημένης του χώρας, για την οποία θα έδινε τη ζωή του. Παραλίγο να το κάνει όταν πολλά χρόνια πριν ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στα τέσσερα βασίλεια. Ήταν μόλις δεκαέξι χρονών τότε που το παγωμένο βασίλειο του Βορά ξεσηκώθηκε, όταν ο βασιλιάς Γκορμ, σε μια από τις πολλές του προσπάθειες να επιβληθεί στα υπόλοιπα βασίλεια, κήρυξε πόλεμο όταν κανείς δε το περίμενε. Όλα ήταν ήρεμα… του Κάιμπρε ποτέ δε του άρεσε αυτή η ηρεμία όμως το νεαρό της ηλικίας του απαγόρευε στους πάντες να τον πάρουν σοβαρά κι έτσι, κανείς δε πήρε σοβαρά την προειδοποίηση που του έδινε το ένστικτο του. Η επίθεση εκείνο το βράδυ στη πόλη Γκαελάχαν, όπου βρισκόταν η καστροπολιτεία στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, ήταν σφοδρή. Τα χωριά γύρω από το κάστρο κατέρρευσαν μέσα με λίγες ώρες και το κάστρο έπεσε μετά από πολιορκία δύο ημερών. Ο Κάιμπρε μπορούσε να δει στον ορίζοντα καπνό να σηκώνεται από δύο σημεία, τη δύση και την ανατολή, σημάδι πως ο στρατός του Γκόρμ έκανε επίθεση και στα υπόλοιπα βασίλεια.


Αυτό της δύσης, όπως και το δικό του που βρισκόταν στο νότο, ανήκε στο ανθρώπινο γένος και το χώριζε ένα τεράστιο δάσος από εκείνο της ανατολήςεκείνο άνηκε σ’ έναν κόσμο που ο Κάιμπρε δε θα ήθελε να εκνευρίσει… μάγισσες, ξωτικά, νεράιδες και ότι άλλο μαγικό πλάσμα που μπορούσε ο νους να φανταστεί, κατοικούσε εκεί. Αναρωτήθηκε γιατί ο Γκόρμ τα έβαλε μαζί τους αφού ποτέ δεν είχαν δώσει το παραμικρό δικαίωμα κι όμως ο βασιλιάς του Βορά άφηνε πίσω του καταστροφή και θάνατο ακόμα κι εκεί, χωρίς να σεβαστεί την ιερότητά του. Μα αυτό που έκανε να ανατριχιάσει ήταν το αν θα επιβίωναν… όλοι τους…

Μόλις η γέφυρα άνοιξε για τον εχθρό, άρπαξε το σπαθί του και στάθηκε δίπλα στον πατέρα του χωρίς ν’ ακούσει τις αντιρρήσεις που έφερε εκείνος. Όταν διέταξε το δεξί του χέρι να τον κλείσει σ’ ένα μπουντρούμι για να σωθεί, σήκωσε το σπαθί του και πολέμησε για τη θέση του στο στρατό, παρέα με τον καλύτερο του φίλο, τον Γκέιλ που δεν έχανε ποτέ καυγά. Ο πατέρας του τα έχασε για μια στιγμή μα συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ο γιος του ήταν ικανός μαχητής και είχε πίστη πως θα έβγαινε ζωντανός από τη μάχη. Προσευχήθηκε στους παλιούς και νέους θεούς για δύναμη, και όλοι μαζί ρίχτηκαν στη μάχη.

Ο Κάιμπρε και ο Γκέιλ μάχονταν για ώρα πλάτη με πλάτη όταν ο νεαρός πρίγκιπας της Γκαελάχαν είδε τον βασιλιά Γκορμ να διαπερνά μ’ ένα σπαθί το στέρνο του πατέρα του. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του για μία στιγμή και ο θυμός τον τύφλωσε.

«Μη κάνεις βιαστικές κινήσεις!» τον σταμάτησε ο Γκέιλ που είχε δει κι εκείνος το άδοξο τέλος του βασιλιά, βάζοντας το χέρι του πάνω στο στέρνο του καλύτερου του φίλου. «Αυτό είναι δικό μου χαρακτηριστικό…» χαμογέλασε πονηρά και αφού ξεγύμνωσε τα δόντια του, έκανε επίθεση στον Γκορμ που τα ‘χασε για όσο χρειαζόταν πριν ο Κάιμπρε πάρει τα ηνία και ριχτεί στη μάχη μαζί του. Τα δύο νεαρά αγόρια δεν έφταναν σε τεχνική τον μελαχρινό βασιλιά με το στραβό χαμόγελο που ήταν γεμάτο ειρωνεία, μα κανείς τους δεν έκανε πίσω, ακόμα και τις στιγμές που τους γονάτισε και τους δύο μπροστά του. Πάνω που πίστεψαν πως το τέλος είχε φτάσει, κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν λες και καλωσόριζαν τον θάνατο- μόλις ο Γκόρμ σήκωσε το σπαθί του για να βάλει ένα τέλος που θα έστελνε όλη τη χώρα στο γκρεμό, τα αγόρια αντέδρασαν ταυτόχρονα. Τράβηξαν τα στιλέτα του και τα κάρφωσαν μαζί στο στομάχι του σκοτεινού βασιλιά που έπεσε στο έδαφος αβοήθητος.

Εκείνο το βράδυ ο Κάιμπρε, στα δεκαέξι του, στέφθηκε βασιλιάς και ο Γκέιλ, που ήταν μεθυσμένος πριν καν αρχίσει η τελετή, το δεξί του χέρι. Μόλις μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Γκορμ, τα στρατεύματά του υποχώρησαν και όλοι οι αρχηγοί των βασιλείων μαζεύτηκαν στη Γκαελάχαν για να κηρύξουν ειρήνη μεταξύ τους. Και μαζί με τους ανθρώπους, δύο εκπρόσωποι κάθε είδους που κατοικούσε στο δάσος έλαβαν μέρος σε αυτή τη συνάντηση. Σκοπός του ήταν να διασφαλίσουν την προστασία του από τους εχθρούς. Ο Κάιμπρε του έδωσε την υπόσχεσή του πως θα σιγουρευόταν πως κανείς δε θα τους πείραζε μα η απειλή πως σε περίπτωση απειλής το δάσος όλο θα ξεσηκωνόταν, αιωρούταν από πάνω απ’ τα κεφάλια τους ακόμα και μετά την αποχώρηση των πλασμάτων.

Για δέκα χρόνια κατάφερε ο Κάιμπρε να κρατήσει τα βασίλεια ενωμένα όμως όλοι γνώριζαν πως το έδαφος ακόμα δεν ήταν σταθερό. Τα βασίλεια έπρεπε να ενωθούν μεταξύ τους. Εκείνο του Βορά κρατούσε αποστάσεις από τα άλλα τρία ακόμα και τόσα χρόνια αργότερα μα τουλάχιστον δεν προκαλούσε προβλήματα. Ο αδερφός του Κάιμπρε είχε ενώσει τη ζωή του με τη πριγκίπισσα του βασιλείου της Ανατολής μα τώρα, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ενωθούν τα βασίλεια της Δύσης και το δικό του, του Νότου. Εκείνος παντρεύτηκε από έρωτα τη νεαρή Φιόνα που δεν είχε βασιλικό αίμα στις φλέβες της και η απόφαση του μπορεί να επέφερε αναταραχές μα δεν την μετάνιωσε ποτέ.

«Μη τρέχεις σαν τρελός βασιλιά μου, δε δίνεις το καλό παράδειγμα!» άκουσε τη φωνή του Γκέιλ να του λέει πειρακτικά. Ο έμπιστός του στεκόταν τόσο κοντά του που για μια στιγμή, έτσι όπως ήταν χαμένος στις σκέψεις του, τρόμαξε όταν γύρισε προς το μέρος του.

«Βρωμάς αλκοόλ πάλι… και λες για μένα πως δε δίνω το καλό παράδειγμα!»

«Ήπια ένα ποτάκι για το καλό, πως κάνεις έτσι;» γέλασε ο άντρας με τα κόκκινα μάγουλα και τα γκρίζα μάτια που έλαμπαν. «Επιτέλους, καταφτάνει ο απόγονος…»

«Ή η απόγονος…» σχολίασε κάπως ανήσυχος ο Κάιμπρε. «Αν είναι κορίτσι, κάνε τη προσευχή σου η βασίλισσα Αϊλία της Δύσης, να κάνει αγόρι… τρεις εγκυμοσύνες… τρία κορίτσια…» ξεφύσησε αγανακτισμένος. «Ποιος το φανταζόταν πως θα έπρεπε να πουλήσω το παιδί μου για την ειρήνη της Κόργκα!»

«Δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα, θα σώσετε τον κόσμο όλο, για σκέψου το!» προσπάθησε να του φτιάξει το κέφι ο Γκέιλ χωρίς επιτυχία. Τον αγριοκοίταξε και προχώρησε με βήμα ταχύ προς τη κάμαρα του όπου η βασίλισσα του έδινε ζωή στο παιδί τους. Ο αγγελιοφόρος τους είχε βρει τέσσερις ώρες πριν στα σύνορα με το μαγεμένο δάσος κι αναρωτιόταν αν είχε φτάσει εγκαίρως. Χτύπησε στη πόρτα πριν μπει, από σεβασμό στη γυναίκα του, και την έσπρωξε όταν την άκουσε να τον καλεί μέσα. Στάθηκε μαγεμένος όταν την είδε να κάθεται στο κρεβάτι, με τη πλάτη πάνω στα μαξιλάρια, και να θηλάζει το μωρό τους. Ο Γκέιλ τον χτύπησε στον ώμο και τον έσπρωξε μέσα ενώ έτριβε τα μάτια του που έκαιγαν από συγκίνηση. «Άντε… για βασιλιάς που πρέπει να παίρνει αποφάσεις μέσα σε δευτερόλεπτα, τα ‘χεις σκατώσει!» τον πείραξε ο άντρας με τρεμάμενη φωνή.

Ο Κάιμπρε έκανε ένα διστακτικό βήμα προς τη γυναίκα του και κοίταξε το κατάξανθο κεφάλι του μωρού στα χέρια της. Σήκωσε το χέρι του στο ροδαλό μάγουλο του και το μωρό άνοιξε τα μάτια για ν’ αποκαλύψει δύο καταγάλανες λίμνες που τον μάγεψαν αμέσως.

«Γκριάν… τον ονόμασα Γκριάν…» άκουσε τη βασίλισσα να του λέει. Ξάφνου ένα φως μπήκε από το παράθυρο. Ο Κάιμπρε σήκωσε το βλέμμα του κι έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο. Κράτησε την ανάσα του γιατί ο ουρανός είχε καθαρίσει από τα σκοτεινά σύννεφα και ο ήλιος έλαμπε και πάλι κατάμεστος. Μια ακτίνα του χάιδεψε το μάγουλο του μικρού Γκριάν και ο βασιλιάς γέλασε καλοσυνάτα… τι ταιριαστό όνομα που του έδωσε η γυναίκα του, του γιού της… Γκριάν, στη γλώσσα τους, σήμαινε ήλιος…

****

Η νεαρή γυναίκα με τα κατάμαυρα μαλλιά και τα βιολετιά μάτια, σήκωσε το νεογέννητο μωρό της και το έβαλε στο βυζί να θηλάσει. Θα ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που το κορίτσι της θα έπινε από το γάλα της. Το μωρό της ήταν ιδιαίτερο… όμορφο… μαγικό… και δεν μπορούσε να τη κρατήσει κοντά της. Κινδύνευε η ζωή της. Το είχε δει, ήξερε το τέλος της μα δεν μπορούσε να μη προσπαθήσει να σώσει το μωρό της. Τη κοίταξε με λατρεία και έκλαψε που δε θα μπορούσε να τη χαρεί, να τη δει να μεγαλώνει και να κάνει τα πρώτα της βήματα… δε θ’ άκουγε τη πρώτη της λέξη και τη φωνή της. Τα είχε χάσει όλα και τώρα έχανε κι ότι πιο πολύτιμο είχε.

Μόλις η μικρή χόρτασε, ντύθηκε και μετά, την ακούμπησε προσεχτικά στο καλάθι της. Δεν την είχε ονοματίσει, δε μπορούσε να δεθεί τόσο πολύ μαζί της. Το μόνο που της έδωσε, ήταν μια λευκή κουβέρτα με το αρχικό Ε κεντημένο πάνω της.

«Πάρ’ τη…» είπε στο κορίτσι με τα κατακόκκινα μαλλιά που στεκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά. «Όπως είπαμε… θα κάνεις ότι σου είπα, υποσχέσου μου!» Το κορίτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και σήκωσε το καλάθι με δυσκολία. Της πήρε λίγη ώρα να το ισορροπήσει στα χέρια της μα τελικά μπόρεσε να σύρει το βήμα της μακριά, προς τη λίμνη δίπλα στη καστροπολιτεία της Γκαελάχαν. Εκεί είχε εντολή να αφήσει το μωρό… αυτές ήταν οι εντολές που έπρεπε να εκτελέσει. Ήλπιζε πως το μωρό θα είχε καλύτερη τύχη από εκείνη, από τη μητέρα του… απ’ όλους… γιατί το μέλλον τους εξαρτιόταν από εκείνη. 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις