Elwen - Κεφάλαιο 1

 


Ο Γκέιλ τινάχτηκε από το κρεβάτι του όταν ακούστηκε ένας δυνατός χτύπος στη πόρτα του και τράβηξε χωρίς δεύτερη σκέψη το σπαθί του κάτω από το μαξιλάρι του. Δε κοιμόταν χωρίς αυτό. Είχε συνηθίσει το άδειο κρεβάτι και τη ψύχρα του, αφού ποτέ του δε φιλοξένησε γυναίκα όλο το βράδυ εκεί, όμως χωρίς το σπαθί του δεν κοιμόταν ποτέ.

«Γκέιλ, σήκω… η Έλγουεν!» άκουσε μια δυνατή φωνή να του λέει.

Η Έλγουεν;

Τι έπαθε πάλι το ξωτικό του; Ντύθηκε όπως-όπως και τρεκλίζοντας από τον ύπνο προχώρησε προς τη πόρτα. Άνοιξε ενώ έχωνε τη πουκαμίσα μέσα στο παντελόνι του και με θολή ματιά κοίταξε τον ιππότη και περίμενε μια εξήγηση.

«Τη βρήκαμε με τον Γκριάν…»

«Άσε, μη πεις τίποτ’ άλλο!» τον διέκοψε μ’ έναν βαρύ αναστεναγμό και φόρεσε τις μπότες και το γιλέκο του. Μάζεψε τα μαλλιά του και σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό έξω από το παράθυρο. «Πάρ’ τη, μου είπε… θα σου κάνει καλό να μεγαλώσεις ένα παιδί, θα σου μάθει πώς να είσαι υπεύθυνος», είπε κοροϊδευτικά μιμούμενος τον βασιλιά του. Ακολούθησε τον ιππότη, που του έριχνε διστακτικές ματιές πάνω από τον ώμο του, και το μυαλό του έτρεξε δεκαοχτώ χρόνια πριν στη μέρα που ο μικρός πρίγκιπας με το αθώο βλέμμα, ήρθε στο κόσμο. Αθώο βλέμμα… σκέτος διάολος είναι, σάρκασε όμως η αγάπη του για το παιδί του φίλου του ήταν αστείρευτη. Ζήλεψε, με τη καλή έννοια, γιατί ενώ αγαπούσε τα παιδιά και πάντα ονειρευόταν οικογένεια, ποτέ του δεν κατάφερε να νοικοκυρευτεί και στα είκοσι-οχτώ του, ενώ ο φίλος του είχε ολοκληρωμένη οικογένεια, εκείνος δεν είχε τίποτα.


Θυμόταν καθαρά πως αποφάσισε να πάει μια βόλτα για να καθαρίσει το μυαλό του και να δώσει λίγο χώρο στον Κάιμπρε για χαρεί τον ήλιο του. Έβγαλε το φλασκί που κουβαλούσε πάντα μαζί του και ήπιε μια γερή γουλιά από το κρασί που του είχε δωρίσει η τελευταία του κατάκτηση, μια όμορφη γυναίκα της οποίας το όνομα ήδη ξεχνούσε. Περπατούσε άσκοπα στο κάστρο όταν σήκωσε το βλέμμα του προς τη λίμνη πίσω από τα τείχη- μια σκιά περνούσε σα σίφουνας, μια μαυρίλα που του έκανε εντύπωση γιατί η μέρα ήταν ηλιόλουστη κι εκείνη η σκιά έμοιαζε σα μαύρο σύννεφο. Αποφάσισε να ρίξει μια ματιά. Περίεργα πράγματα συνέβαιναν τελευταία, πράγματα που τους είχαν ταρακουνήσει σε βαθμό τρόμου. Φήμες έλεγαν πως υπήρχε αναταραχή στο Βόρειο βασίλειο και πως μια σκοτεινή δύναμη αναμόχλευε τα ήρεμα νερά της Κόργκα. Τα λόγια ήταν πολλά και οι φήμες τρομερές… μία εκ αυτών τον έκανε ν’ ανατριχιάζει. Λέγανε πολλοί πως κατά καιρούς έβλεπαν μια φιγούρα να περπατάει στα παγωμένα δάση του Βόρειου βασιλείου που θύμιζε πολύ μια σκιά του νεκρού βασιλιά Γκορμ… Αρνούταν να το πιστέψει, ο ίδιος είχε χώσει μαζί με τον Κάιμπρε το στιλέτο του μέσα στο στομάχι του- δε γινόταν ο Γκόρμ να είναι ακόμα ζωντανός!

Ένιωσε εξαντλημένος από τις πρωινές περιπολίες· κάθε μέρα ο φόβος τους έστελνε στα σύνορα του μαγικού δάσους για να σιγουρευτούν πως όλα ήταν ήρεμα. Το πετσί του σηκωνόταν κάθε φορά που πλησίαζαν εκεί γνωρίζοντας τι πλάσματα ζούσαν εκεί μέσα. Τον φόβιζαν τόσο όσο τον μαγνήτιζαν μα ποτέ δε τόλμησε να πατήσει πόδι εκεί μέσα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τίναξε το κεφάλι του για να διώξει την ανατριχίλα καθώς έφτανε προς τη λίμνη. Το μέρος ήταν πανέμορφο γιατί γύρω από τον καταρράκτη που έπεφτε με δύναμη μέσα της, ήταν σκαλισμένος ένας παλιός ναός λατρείας, της θεάς της γης. Ακόμα και τώρα ήταν επιβλητικός αν και είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί. Τα σκαλιά που οδηγούσαν από το ναό στη λίμνη είχαν σπάσει από τη μέρα που έγινε η επίθεση στο κάστρο και το μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο του ναού είχε καλυφτεί από αναρριχώμενα φυτά, λες και η θεά η ίδια ήθελε να προφυλάξει το μέρος. Ο ναός ήταν πιο παλιός κι από τη Γκαελάχαν. Προϋπήρχε και της Κόργκα λέγανε κάποιο και ότι είχε χτιστεί από ξωτικά πριν αναγκαστούν να αποχωρήσουν από τη περιοχή όταν ο άνθρωπος έκανε την εμφάνισή του και κατοίκησε εκεί. Του Γκέιλ του προκαλούσε θαυμασμό μα ποτέ του δε θέλησε να πλησιάσει περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έριξε μια ματιά γύρω του μπας και δει ίχνος της σκιάς. Το μέρος έμοιαζε ειρηνικό κι ερημικό μα όταν γύρισε τη πλάτη του να φύγει, μια κραυγή μωρού τον έκανε να παγώσει. Επέστρεψε το βλέμμα του προς τη λίμνη και έτρεξε ως εκεί όταν παρατήρησε κάτι να επιπλέει στην επιφάνεια της. Μπήκε μέσα χωρίς δισταγμό ως τα γόνατα και τράβηξε προς το μέρος του το καλάθι που επέπλεε νωχελικά.

«Τι στο καλό;» μουρμούρισε και είπε μια προσευχή στη θεά της γης όταν είδε το μωρό με τα μυτερά αυτιά και τα βιολετιά μάτια να τον κοιτάζει με τόση σοφία που τον έκανε να νιώσει ένα τίποτα. Βγήκε αγκαλιά με το καλάθι και το ακούμπησε στο χώμα· το εσωτερικό ήταν στεγνό και το ίδιο με το μωρό. Έψαξε να βρει κάποια ένδειξη για το που ήρθε και σε ποιόν άνηκε μα το μόνο που βρήκε ήταν η κουβέρτα στην οποία ήταν τυλιγμένο το μωρό με το γράμμα Ε κεντημένο πάνω του. «Ποια είσαι;» τη ρώτησε και γέλασε όταν το μωρό που πρέπει να γεννήθηκε μια μέρα το πολύ πριν τον Γκριάν, του χαμογέλασε. Το γέλιο του κόπηκε όταν τα μάτια της μικρής άλλαξαν χρώμα και έγιναν γκριζογάλανα ενώ γύρω της μια αχνή γαλάζια αύρα την τύλιξε. «Μα τους θεούς…» ψέλλισε ο Γκέιλ ξαφνιασμένος και σήκωσε το μωρό στα χέρια του. «Θα σε λέω Έλγουεν… γαλανή κόρη…» αποφάσισε και κράτησε τη μικρή πάνω στο στέρνο του φοβισμένος. Ήξερε πολύ καλά πως ήταν ιδιαίτερη όμως δεν καταλάβαινε ποιος αποφάσισε να την αφήσει στο έλεος της λίμνης.

Την πήγε άμεσα στο κάστρο και κατευθείαν στον βασιλιά του που μόλις είδε το μωρό, έχασε το χρώμα του. «Είναι ξωτικιά!» φώναξε φοβισμένος. «Τι κάνεις μ’ ένα ξωτικό; Εσύ το έσπειρες;» μάλωσε τον Γκέιλ που αρνήθηκε ν’ αφήσει το μωρό από την αγκαλιά του.

«Σύνελθε αδερφέ μου, μ’ έχεις δει ποτέ με ξωτικιά;» είπε με πνιχτή φωνή σε μια προσπάθεια να μη ταράξει το μωρό. «Τι θα το κάνουμε;»

«Είναι επικίνδυνο…»

«Είναι ένα μωρό, τι κίνδυνο μπορεί να κουβαλά ένα μωρό;»

«Είναι ξωτικό κι αυτό από μόνο του…»

«Κάιμπρε…» ακούστηκε η κουρασμένη φωνή της βασίλισσας Ρόσαλιντ. Γύρισαν και οι δύο προς το μέρος της. Καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα και βύζαινε τον μικρό πρίγκιπα. «Βασιλιά μου, το καλύτερο είναι το μωρό να μείνει εδώ, να το έχουμε υπό τον έλεγχό μας μέχρι να το αναζητήσει κάποιος. Μπορώ να τη θηλάζω εγώ, έχω αρκετό γάλα και για τους δύο…» χαμογέλασε τρυφερά προς τον Γκριάν που ενώ έπινε με μανία γάλα, κοιτούσε προς την Έλγουεν· έτσι του είχε φανεί του Γκέιλ και τώρα ήταν πεπεισμένος πως είχε δίκιο γιατί από τη στιγμή που ο Κάιμπρε άκουσε τη γυναίκα του και όρισε ως κηδεμόνα τον ίδιο για την Έλγουεν, ξεκίνησε κι αυτό το περίεργο δέσιμο των δύο παιδιών.

Ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσουν από το κλάμα τους ήταν να τα βάζουν στην ίδια κούνια. Μόνο όταν ήταν μαζί έτρωγαν- μαζί έκαναν μπάνιο, μαζί στα πάντα και κυρίως στη σκανδαλιά και καθώς μεγάλωναν, μαζί στα μαθήματα ξιφασκίας, τοξοβολίας και κάθε είδους μάχης… σε όλα μαζί! Τον τρέλαιναν γιατί και τα δύο έκαναν του κεφαλιού τους. Δεν πρόσεχαν στα μαθήματα και ο μάγιστρος του κάστρου πολλές φορές είχε έρθει σε απόγνωση γιατί αντί να καθίσουν ν’ ακούσουν για την ιστορία της Κόργκα, έπαιζαν με τα ξύλινα σπαθιά τους. Κατέληγαν με γρατζουνιές και μώλωπες μπροστά από τον βασιλιά που άδικα προσπαθούσε να τους συνετίσει. Ενώ τον άκουγαν με κατεβασμένο κεφάλι, μόλις έβγαιναν έξω από τη πόρτα, έκαναν πάλι τον δικό τους χαμό. Μόνο όταν διδασκόταν βοτανολογία η Έλγουεν έμενε φρόνιμη κάνοντας τον Γκριάν να αγκομαχά νευριασμένος που προτιμούσε τα φυτά από εκείνον. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, το ξωτικό ένιωθε ένα με τη φύση κι ενώ όλοι την είχαν αποδεχτεί ως μία από εκείνους, εκείνη ήξερε πως η θέση της ήταν ανάμεσα στα δέντρα και τα φυτά. Μόνο τότε ένιωθε ολοκληρωμένη.

Η αγαπημένη τους ασχολία ήταν η ξιφασκία… και το ξύλο γενικότερα. Η Έλγουεν ενώ μεγάλωνε ανέπτυξε τρομερή δύναμη όμοια, αν όχι και μεγαλύτερη, με του Γκριάν και οι καυγάδες τους ήταν επικοί. Με το ζόρι τους χώριζε ο έμπιστός τους, ο Σαοϊρσε, που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος τους και σίγουρα πιο σοβαρός και από τους δύο. Μπορεί να περνούσαν ώρες να κυνηγάνε ο ένας τον άλλον επειδή κάτι που ειπώθηκε μπορεί να τους πείραξε μα στο τέλος της ημέρας, κατέληγαν πάντα μαζί να κοιτάνε τον ουρανό και να τον χαρτογραφούν γιατί αν κάτι άρεσε στον Γκριάν, ήταν τα’ αστέρια. Και φυσικά, όταν βαριόντουσαν, πήγαιναν στο χωριό και αναζητούσαν καυγάδες ντυμένοι με κουρέλια και με βρωμισμένα πρόσωπα για να μη τους αναγνωρίζουν. Από έναν τέτοιο καυγά τους είχαν περιμαζέψει και πριν λίγη ώρα. Θα έπρεπε ν’ αρχίσει να κλειδώνει αυτό το κορίτσι στο μπουντρούμι για να μη το σκάει τα βράδια με τον πρίγκιπα. Αναστέναξε και ευχήθηκε και είχε κέφια ο Κάιμπρε.

Τους βρήκε όλους μαζεμένους γύρω από το τραπέζι όπου ο βασιλιάς και οι ιππότες του έκαναν τις συναντήσεις του. Τα πράγματα δεν φαινόταν καλά. Τα δύο παιδιά είχαν κατεβασμένα τα κεφάλια και ο βασιλιάς ήταν κατακόκκινος από τα νεύρα του.

«Θα έπρεπε να σας χωρίσω!» τους φώναξε και αυτόματα τα δύο παιδιά σήκωσαν τα κεφάλια τους και του έριξαν μια τρομαγμένη ματιά. Τα μάτια της Έλγουεν έγιναν αμέσως γαλανά, σημάδι πως ήταν συναισθηματικά ταραγμένη. Η γαλάζια αύρα της τρεμόπαιζε όπως κάθε φορά που φοβόταν. Ο Γκριάν σήκωσε το χέρι του στο πρόσωπο της και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί που τη καθησύχασε. Ο νεαρός πρίγκιπας ήταν ανώριμος και δε σκεφτόταν πριν πράξει, μα αν είχε κάτι να παινευτεί, ήταν ο τρόπος για τον οποίο καθησύχαζε την Έλγουεν του.

«Δε θα το κάνεις πατέρα», απάντησε ήρεμα με τον φόβο όμως έκδηλο στον τόνο του.

«Είναι ντροπή ο γιος του βασιλιά να μπλέκει σε καυγάδες!» τσίριξε ο Κάιμπρε και αυτομάτως έριξε μια ματιά προς τον Γκέιλ σα να τον κατηγορούσε για τα χάλια του γιου του.

«Μη με κοιτάς εμένα. Προσπάθησα…» απολογήθηκε και αναστενάζοντας και έριξε μια γρήγορη ματιά προς την Έλγουεν που είχε κοκκινίσει. «Προσπάθησα να τους χωρίσω και θυμάσαι τι έγινε, ακουστήκανε σ’ όλο το κάστρο!» Η κόρη του δαγκώθηκε για να μη γελάει αναγκάζοντας τον να την αγριοκοιτάξει. «Δε γίνεται πια να τους χωρίσεις, τώρα απλά, πρέπει ν’ αποδεχτούμε το γεγονός πως έχουμε δύο μπελάδες ανάμεσα μας, και το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρεις ποιος, επηρεάζει ποιον!»

Ο Κάιμπρε έτριψε το πρόσωπο του και έκανε νόημα στον Σαοϊρσε που άκουγε αμίλητος σε μια γωνιά, να πλησιάσει. «Πήγαινε το χωρίο και πλήρωσε τις ζημιές στον μαγαζάτορα· δώσε του και κάτι παραπάνω για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κι από δω και πέρα θα γίνεις η σκιά τους και θα δίνεις αναφορά σε μένα για τις χαζομάρες τους!»

Ο Γκριάν προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί μα τον έκοψε ο πατέρας του με ένα κοφτό νεύμα ενώ η Έλγουεν χαμήλωσε κεφάλι της για να κρύψει το πονηρό χαμόγελο που σχηματιζόταν στο πρόσωπο της. Ο Γκέιλ κάγχασε γιατί το βλέμμα και το χαμόγελο αυτό το ήξερε καλά και σήμαινε μόνο νέα προβλήματα… 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις