Elwen- Κεφάλαια 6-7


 

Το βλέμμα του Σαοϊρσε περιπλανήθηκε στον χώρο μα παρέμεινε καρφωμένο πάνω στον Γκριάν και την Έλγουεν που μονομαχούσαν στο προαύλιο. Κάτι είχε αλλάξει πάνω και στους δύο. Καταρχάς, υπήρχε ένας απίστευτος ηλεκτρισμός ανάμεσα τους που δεν τον είχε ξαναδεί. Ήταν ο τρόπος που άγγιζε ο ένας τον άλλον, ήταν αυτά τα βλέμματα που έμεναν λιγάκι περισσότερο από το κανονικό μα και τ’ αχνά χαμόγελα όλο νόημα που χάριζε ο ένας στον άλλον. Κάτι είχε συμβεί, δεν του το έβγαζε, τίποτα, από το μυαλό…

Όμως αυτό που τον προβλημάτιζε περισσότερο από κάθε τι, ήταν η Έλγουεν η ίδια. Έμοιαζε πιο απόκοσμη από ποτέ. Τα μάτια της άλλαζαν χρώμα και κάθε φορά που ο Γκριάν το παρατηρούσε, τη σταματούσε και στεκόταν τόσο κοντά της που τα σώματα τους έμοιαζαν ένα. Της ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί και το ξωτικό ηρεμούσε αμέσως. Επανερχόταν στη φυσιολογική του υπόσταση. Έτριψε το πηγούνι του και το μακρύ του μούσι και έκανε έναν περίεργο θόρυβο με τη γλώσσα του, προβληματισμένος με αυτό που αντίκριζε.


«Τη μέλλουσα γυναίκα σου κοιτάς;» Η φωνή του Γκέιλ τον έβγαλε από τις βαθιές του σκέψεις άτσαλα. Στάθηκε μπροστά του για να καλύψει το ζευγάρι που μαχόταν ακόμα, και ανατρίχιασε όταν άκουσε το γλυκό γέλιο της Έλγουεν, που ανακατευόταν τόσο όμορφα με το ηχηρό γέλιο του Γκριάν. Ο Γκέιλ έσμιξε τα φρύδια του και έριξε μια εξεταστική ματιά στον πολεμιστή που φαινόταν σχεδόν μαρμαρωμένος.

«Α ναι… ο χορός για τα γενέθλια τους…» σχολίασε βαριεστημένα. «Πρέπει να έρθω; Δε μου αρέσουν οι χοροί! Εγώ είμαι πολεμιστής όχι…»

«Δεν γίνεται να λείψεις από τους αρραβώνες σου!» στριφογύρισε τα μάτια του ο Γκέιλ αγανακτισμένα.

«Είσαι σίγουρος πως η Έλγουεν θέλει να με παντρευτεί;» ρώτησε άλλη μία φορά. Από τη μέρα που του ανακοινώθηκε το σχέδιο του Γκέιλ, δεν είχε ηρεμήσει. Ένιωθε χαρά, χαμογελούσε διάπλατα γιατί ήταν ερωτευμένος με την Έλγουεν μα συνάμα φοβόταν, γιατί κατά βάθος ήξερε πως εκείνη δε θα μπορούσε να τον αγαπήσει ποτέ το ίδιο. Για πολλούς λόγους… ένας ήταν ο Γκριάν και ο άλλος ήταν πως εκείνος δε θα μπορούσε να γίνει σαν το πρίγκιπα. Δε θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει ένα χαμόγελο που στάζει αγάπη από το ξωτικό γιατί πολύ απλά, δεν ήξερε πως ν’ αγαπά, όχι όπως ήξερε πώς να πολεμάει, και η Έλγουεν ήθελε έναν άντρα που να μπορεί να κάνει και τα δύο. Κάποιον σαν τον Γκριάν.

«Φυσικά και είμαι σίγουρος», τον καθησύχασε γελώντας νευρικά ο Γκέιλ. «Μου το είπε τις προάλλες, μου είπε: Ο Σαοϊρσε είναι η τέλεια επιλογή». Ο Γκέιλ έλεγε ψέματα. Του ‘ρθε να γελάσει, του Σαοϊρσε, μα συγκρατήθηκε για να μη πληγώσει τον μέντορά του. «Να κάνεις μπάνιο να μη βρωμάς και να φορέσεις τα καλύτερα σου ρούχα… και που ‘σαι, σκάσε κι ένα χαμόγελο!» Χτύπησε φιλικά τον ώμο του κι έφυγε αφήνοντας τον Σαοϊρσε να κοιτάζει μελαγχολικά προς τον πρίγκιπα ήλιο και το ξωτικό του.

Αργά το μεσημέρι βρισκόταν ακόμα στον στάβλο και περιποιούταν ένα λευκό άλογο που είχε καταφέρει ν’ αγοράσει ως δώρο αρραβώνων για την Έλγουεν. Του είχε κοστίσει μια ολόκληρη περιουσία, μα της άξιζε. Το ξωτικό αγαπούσε τ’ άλογα περισσότερο από κάθε άλλο ζωντανό και ήθελε να της δώσει το καλύτερο. Ο επιβήτορας ήταν νεαρός και δυνατός- του πήρε λίγο καιρό να τον εξημερώσει γιατί βρέθηκε μόνος του στα δάση, κοντά στα σύνορα προς το μαγικό δάσος. Ο άντρας που τον είχε βρει, δεν κατάφερε ποτέ να τον πλησιάσει τόσο όσο χρειαζόταν για να τον ηρεμήσει και κατέληξε να τον πουλάει όσο-όσο για να τον ξεφορτωθεί. Μπορεί το άλογο να του κόστισε λιγότερο απ’ ότι φανταζόταν, μα η σέλα και τα χαλινάρια- όπως και ο αναβατήρας- που ήταν φτιαγμένα από το καλύτερο δέρμα, τον άφησαν άφραγκο. Του πήρε μία βδομάδα να κάνει το άλογο να τον εμπιστευτεί κα μόλις πριν μερικές μέρες κατάφερε και να ανέβει στη ράχη του. Του μιλούσε για την Έλγουεν κι εκείνο τον κοιτούσε μ’ ενδιαφέρον. Πίστευε πως θα τα πάνε καλά το ξωτικό και το άλογο.

«Ενοχλώ;» Η γλυκιά και ευγενική φωνή της τον έκανε να τιναχτεί κυρίως λόγο της ντροπής που ένιωθε γιατί τη σκεφτόταν τόσο έντονα. Καθάρισε τον λαιμό του και προσπάθησε να της χαρίσει ένα χαμόγελο που έπιασε το ξωτικό εξαπίνης. «Πολύ όμορφος, έχει όνομα;» ρώτησε εκείνη ενώ πλησίαζε διστακτικά το άλογο.

«Όχι, δεν τον ονομάτισα, φαντάστηκα πως θα ήθελες εσύ να του δώσει ένα ταιριαστό όνομα».

«Εγώ γιατί;»

«Είναι δικός σου», ψιθύρισε ο άντρας και τράβηξε το βλέμμα του μακριά της. «Δώρο για τα γενέθλια σου και…» σταμάτησε μόλις την είδε να θλίβεται, με την άκρη του ματιού του. «Έλγουεν, το ξέρω πως δεν είμαι…» Κόμπιασε λίγο μα αναθάρρησε όταν εκείνη σήκωσε το βλέμμα της πάνω του. «Δε με αγαπάς. Γιατί με παντρεύεσαι;»

«Σε αγαπώ, σαν φίλο», απάντησε εκείνη ειλικρινά. «Έχουμε περάσει πολλά μαζί Σαοϊρσε. Μας έχεις σώσει τόσες φορές από μπελάδες μα έχεις δίκιο, δε σε αγαπώ ερωτικά· είσαι αδερφός μου κι εγώ…»

«Αγαπάς τον Γκριάν». Τα μάτια της πήραν μια περίεργη απόχρωση του ροζ, σα τα τριαντάφυλλα στους κήπους του κάστρου. «Το καταλαβαίνω, όμως, γιατί είπες ναι στον γάμο μας;»

«Γιατί πίστευα πως εκείνος δεν μοιραζόταν τα ίδια συναισθήματα με μένα. Θα σε παντρευόμουν και θα μάθαινα ν’ αγαπώ και το κορμί σου όσο αγαπώ τη ψυχή σου. Μα τελικά…»

«Δεν υπήρχε αμφιβολία για τα αισθήματα του για σένα», τη διέκοψε. «Άργησε να τα παραδεχτεί, μα πάντα σ’ αγαπούσε». Σήκωσε το χέρι του στον ώμο της και το ακούμπησε εκεί για λίγο, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της. «Τι θα κάνουμε;»

«Κάνουμε;» επανέλαβε εκείνη τη τελευταία του λέξη.

«Έτσι όπως με μπλέξατε, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο απ’ το να σας βοηθήσω… με κίνδυνο της ζωής μου γιατί αν το Γκέιλ μάθει πως…» Τα μάτια της Έλγουεν έγιναν πράσινα από τη χαρά που ένιωσε. Τον αποσυντόνισε για μια στιγμή μα περισσότερο τον αποσυντόνισε η αγκαλιά της. «Εντάξει, πρέπει να πάω να κάνω μπάνιο τώρα», μουρμούρισε σα χαμένος και πριν τον σταματήσει, έφυγε από κοντά της με γοργό βήμα.

Η Έλγουεν ένιωσε άσχημα που ζητούσε από τον φίλο της να κάνει τέτοια θυσία για εκείνη, ιδιαίτερα γνωρίζοντας τα αισθήματα του για εκείνη, μα δε γινόταν διαφορετικά. Τα πράγματα έπρεπε να κυλήσουν ομαλά, να δει που θα την έβγαζαν τα αισθήματα της για τον Γκριάν κι αν υπήρχε ελπίδα για τους δυο τους. Κοίταξε το γόνατο της που εξείχε από το ζεστό νερό της μπανιέρας στην οποία είχε βυθιστεί και αναλογίστηκε τις συνέπειες των πράξεων της. Καρδιές μπορούσαν να σπάσουν, πικρίες να δημιουργηθούν και τέλος να έχανε για πάντα τον ήλιο της. Ανατρίχιασε κι ένιωσε ψύχρα να την τυλίγει. Σηκώθηκε και τυλίχτηκε με τη ρόμπα της πάνω που η πόρτα του δωματίου της άνοιγε διστακτικά. Το χαμογελαστό πρόσωπο του πρίγκιπά της έκανε την εμφάνισή του. Μπήκε γρήγορα μέσα κι ακούμπησε τη πλάτη του στη πόρτα μόλις την έκλεισε πίσω του.

«Είσαι τρελός;» ρώτησε ξαφνιασμένη μέσα από τα δόντια της. «Έρχεσαι εδώ ακόμα δεν έχει πέσει το σκοτάδι; Γίνεται χαμός εκεί έξω, υπηρέτες πηγαινοέρχονται για τον χορό, αν σε είδε κανείς;» Σε κάθε λέξη της εκείνος χαμογελούσε όλο και πιο πλατιά και αντί ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις της, τη πλησίασε και έκλεισε το στόμα της μ’ ένα φιλί. Η Έλγουεν άφησε ένα μουγκρητό ευχαρίστησης και παρέλυσε εντελώς όταν εκείνος ξεκίνησε να ξεφορτώνεται τη ρόμπα της. Δεν τους πήρε ώρα να βρεθούν στο κρεβάτι και να παραδοθούν αμαχητί ο ένας στον άλλο. Η Έλγουεν δε μπορούσε να καταλάβει την επιρροή που είχε πάνω της τ’ άγγιγμα του ήλιου κι εκείνος δεν άντεχε μακριά της ούτε δευτερόλεπτο. Ο έρωτας τους ήταν δυνατός και τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να μπει ανάμεσα τους, όχι όταν κάθε επαφή τους ήταν τόσο βαθιά και τους έκανε να ξεχνούν τον κόσμο γύρω τους. Τίποτα δεν είχε σημασία, μόνο οι δύο τους.

Έμειναν στο κρεβάτι για λίγο να κοιτιούνται χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα. Τα σημάδια στα πλευρά της Έλγουεν είχαν τραβήξει για μία ακόμη φορά τη προσοχή. Τα κοιτούσε για ώρα όταν σήκωσε το δάχτυλό του σ’ ένα από τα σχέδια από αστέρια και τ’ ακούμπησε απαλά.  «Μοιάζουν σα χάρτης», είπε προβληματισμένος. «Σαν χαρτογραφημένα αστέρια». Σήκωσε τα μάτια του στο πρόσωπο της και τη κοίταξε σοβαρός. «Να τα δει ο μάγιστρος να μας πει…»

«Όχι!» τον διέκοψε απότομα και σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι. Άρπαξε το φόρεμα που της είχε δώσει για το χορό η βασίλισσα και ξεκίνησε να ντύνεται χωρίς να τον κοιτάζει.

«Έλγουεν, μπορεί εκείνος να έχει την απάντηση σ’ αυτό το μυστήριο», επέμενε εκείνος, καθώς ντυνόταν γρήγορα.

«Όχι Γκριάν», τον παρακάλεσε. «Δε το καταλαβαίνεις…»

«Πράγματι!» ψιθύρισε δυνατά εκείνος δείχνοντας την αγανάκτησή του. «Δε θες να μάθεις γιατί ξαφνικά γέμισε το κορμί σου με αυτά τα σχέδια;»

«Θέλω μα…» τον αντίκρισε και πρώτη φορά την είδε τόσο φοβισμένη. «Είναι ήδη δύσκολο για μένα, ένα ξωτικό να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους· έχω δει πως με κοιτάζουν λες και είμαι κάτι αφύσικο. Λες να πάρουν καλά το γεγονός πως ξάφνου έχουν αρχίσει περίεργα πράγματα να συμβαίνουν πάνω μου;» Τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα. Ο πρίγκιπας τρόμαξε γιατί ενώ μιλούσε, σύννεφα μαζευόταν στον ουρανό και όσο θύμωνε τόσο χειρότερος γινόταν ο καιρός. Στη τελευταία της λέξη, μια αστραπή έκοψε τον ουρανό στα δύο τρομάζοντας τους.

«Έλγουεν, ηρέμισε ξωτικό μου», την παρακάλεσε και φίλησε τον κρόταφό της. Είχε τρομοκρατηθεί, μα δεν είχε σκοπό να της το δείξει. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Χάιδεψε τα μαλλιά της μέχρι που την ένιωσε να χαλαρώνει ξανά στα χέρια του. Έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρό της. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και πάλι και τ’ αστέρια ξαναφάνηκαν. «Δε θ’ αφήσω  κανέναν να σε πειράξει…» μουρμούρισε και της χάρισε ένα τρυφερό φιλί που επανάφερε το μπλε χρώμα στα μάτια της.

 

Κεφάλαιο 7

 

Ο χορός ήρθε και πέρασε βασανιστικά για τον Γκριάν κυρίως. Τι κι αν ήξερε πως ο Σαοϊρσε συμφώνησε να τους βοηθήσει, τι κι αν τον διαβεβαίωνε η Έλγουεν πως ήταν μόνο δική του, η ζήλια τον έτρωγε. Την παρακολουθούσε να περπατάει με χάρη μες το φόρεμα της, με τα μαλλιά της πιασμένα πάνω και τον μακρύ κατάλευκο λαιμό της να τον καλεί, και πονούσε. Γιατί να πρέπει να κρύβει τα συναισθήματά του. Δεν ήθελε να ψεύδεται για αυτά που ένιωθε γιατί πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του χρόνια, ήταν πραγματικά χαρούμενος. Και φοβισμένος… πως αυτά τα κοιτάγματα μεταξύ του ξωτικού του και του έμπιστου φίλου του, θα έπαυαν κάποτε να είναι απλώς κοιτάγματα κατανόησης. Και έτρεμε πως μπορούσε κάποια στιγμή της Έλγουεν να της άρεσαν αυτά τα τυχαία αγγίγματα, και το χέρι του Σαοϊρσε, στη πλάτη της. Έπινε σα τρελός ώσπου μέθυσε. Χόρεψε μαζί της και της ψιθύρισε στ’ αυτί πως αν τολμούσε κάποιος να τη πάρει μακριά του, θα έβαζε φωτιά στο κάστρο, και το βράδυ πήγε ξανά στο δωμάτιο της, όπου την έκανε δική του ξανά και ξανά, χωρίς να ντρέπεται για τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια του κάθε φορά που η ματιά της κλείδωνε με τη δική του. Και η Έλγουεν κάθε φορά του δινόταν χωρίς σκέψη γιατί τώρα που είχε βρει τον ήλιο, είχε αρχίσει να φοβάται το σκοτάδι.

Τέσσερα χρόνια κύλησαν έτσι, με το ζευγάρι να κρύβεται πίσω από τη σκιά του Σαοϊρσε. Με κρυφά χάδια και φιλιά. Με βραδιές κλειδωμένοι μες τη κάμαρα της Έλγουεν να διαβάζουν βιβλία προκειμένου να κατανοήσουν τις αλλαγές πάνω της. Εκείνη κρατούσε μυστικές κάποιες από αυτές από εκείνη τη βραδιά πριν του αρραβώνες της με τον Σαοϊρσε, όχι γιατί ντρεπόταν, μα γιατί φοβόταν. Ούτε εκείνη είχε ιδέα γιατί μπορούσε να κοντρολάρει τον καιρό, γιατί τα συναισθήματα της ήταν συνδεδεμένα με τη φύση και γιατί μπορούσε με τη σκέψη και μόνο να δημιουργήσει φωτιά· το ανακάλυψε ένα βράδυ που κρύωνε τόσο πολύ, που δεν τολμούσε να συρθεί έξω από τα χέρια του Γκριάν για ν’ ανάψει φωτιά. Σκέφτηκε τι όμορφο που θα ήταν να άναβε το τζάκι μέχρι που έχασε για μια στιγμή την επαφή με το περιβάλλον. Όταν επανήλθε, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, το τζάκι άναβε. Τρομοκρατήθηκε. Θέλησε να σιγουρευτεί πως δεν τρελαινόταν γι’ αυτό όταν βρισκόταν μόνη έκανε πειράματα. Μπορούσε να φτιάξει φωτιά, να χειραγωγήσει το νερό, να καλέσει σύννεφα και βροχή μα έχανε πάντα τον έλεγχο και η φωτιά επεκτεινόταν, η βροχή γινόταν καταιγίδα, το νερό κόντεψε να τη πνίξει· τρομοκρατήθηκε και κράτησε κρυφές τις ιδιότητες που είχε, ενώ ορκίστηκε να μη τις χρησιμοποιήσει ποτέ της.

Ο έρωτας της με τον Γκριάν μεγάλωνε ώρα με την ώρα. Τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να μπει ανάμεσα τους. Μια ματιά ήταν αρκετή για να νιώσει την αγάπη του και ένα χαμόγελο έκρυβε περισσότερα σ’ αγαπώ για τον Γκριάν. Ο Σαοϊρσε, πιστός φρουρός της αγάπης τους, άσχετα με τι ένιωθε για το ξωτικό, έκανε τα πάντα για να μείνει ζωντανό τα’ όνειρό τους. Μαζί, οι τρεις τους, φεύγανε δήθεν για κυνήγι μα έξω από το χωριό, εκείνος χώριζε από τους φίλους του και εξερευνούσε τη περιοχή ενώ οι δύο τους έβρισκαν όμορφα μέρη μες το δάσος όπου μπορούσαν να απολαύσουν τον έρωτας τους ανενόχλητοι. Έσμιγαν με τον έμπιστό τους πριν γυρίσουν στο κάστρο πάντα και ο Σαοϊρσε φρόντιζε να κουβαλά στη πλάτη του κάποιο θήραμα το οποίο τρώγανε το βράδυ στο τραπέζι.

Από ένα τέτοιο μικρό ταξίδι επέστρεφαν όταν ένας ιππότης είπε στον Γκριάν πως ο πατέρας του τον περίμενε στην αίθουσα συνεδριάσεων. Αμέσως ο πρίγκιπας, κάπως ανήσυχος, γύρισε προς την Έλγουεν που τον κοιτούσε τρομοκρατημένη.

«Λες να έχει καταλάβει κάτι;» τον ρώτησε.

«Όχι, σας το λέω εγώ πως δεν έχει ιδέα», πετάχτηκε ο Σαοϊρσε καθησυχαστικά. «Ούτε για εμάς ξέρει», συνέχισε δείχνοντας τον εαυτό του και την Έλγουεν. «Κάθε φορά που ρωτά γιατί δε παντρευόμαστε, του λέω πως απλά δε θέλω ακόμα, ότι εγώ φταίω!»

«Δε ξέρω πως θα στο ξεπληρώσω, αδερφέ μου», είπε ο Γκριάν και τον αγκάλιασε πριν φύγει τρέχοντας για να συναντήσει τον πατέρα του.

Τον βρήκε να περπατάει ανήσυχος στο δωμάτιο, σχεδόν καμπουριασμένος από τις έννοιες που τον βασάνιζαν. Το πρόσωπο του έλαμψε μόλις είδε τον γιο του και ο βασιλιάς Κάιμπρε ξάφνου έμοιαζε δέκα χρόνια νεότερος.

«Πως πήγε το κυνήγι;» θέλησε να μάθει χτυπώντας τον γιο του φιλικά στον ώμο.

«Μια χαρά, όπως πάντα ο Σαοϊρσε έπιασε αγριόχοιρο ενώ εγώ με την Έλγουεν… ε, μάλλον θέλουμε κι άλλη εξάσκηση». Γέλασε με τον εαυτό του γιατί ακόμα κι έτσι, κατάφερε να πει τη μισή αλήθεια στον πατέρα του. «Αλλά γιατί με φώναξες; Είμαι σίγουρος πως δε σ’ ενδιαφέρει για τον αγριόχοιρο».

«Ναι, η αλήθεια είναι πως μ’ ενδιαφέρει αλλά όχι τόσο όσο…» Ο βασιλιάς σταμάτησε και καθάρισε νευρικά το λαιμό του. «Ζούμε σε περίεργους καιρούς Γκριάν. Μπορεί να έχουμε ειρήνη μα μπορείς κι εσύ να το νιώσει πως κάτω η γη βράζει, και σύντομα μπορεί να επέλθει έκρηξη».

«Πατέρα δε σε καταλαβαίνω, αφού όλα πάνε καλά, η σχέση μας με το βασίλειο της Ανατολής είναι ευνοϊκή…»

«Ναι, αλλά όχι και με το Βασίλειο της Δύσης», τον διέκοψε ο Κάιμπρε. Τα φρύδια του Γκριάν έσμιξαν από απορία. «Από τη μέρα που η βασίλισσα Αϊλία πέθανε ξαφνικά πριν είκοσι χρόνια, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Η νέα βασίλισσα, η Ντόνα, ας πούμε πως αγαπά την εξουσία και δε θα σταματήσει πουθενά μέχρι να την αποκτήσει.»

«Κι από μένα τι θες ακριβώς;»

«Η Ντόνα και ο βασιλιάς έχουν μια κόρη, δεκαοχτώ χρονών· θέλω τα δύο βασίλεια να ενωθούν Γκριάν και ένας γάμος είναι η πιο σταθερή και δυνατή ένωση…»

«Όχι!» τον σταμάτησε ο Γκριάν σοκαρισμένος. «Δε μπορείς να μου ζητάς τέτοιο πράγμα πατέρα!»

«Είναι για το καλό όλης τη Κόργκα, γιε μου!» φώναξε ο Κάιμπρε καθώς ο Γκριάν έτρεχε προς την έξοδο. «Το ξωτικό σου ανήκει σε άλλον», συνέχισε ο βασιλιάς κάνοντας τον γιο του να σταματήσει πριν βγει από το δωμάτιο. «Νομίζεις πως δε ξέρω τι τρέχει;» Γύρισε να τον αντικρίσει και προσπάθησε να μείνει ανέκφραστος αν και η καρδιά του κόντευε να σπάσει. «Ξέρω πως την αγαπάς. Μέθυσες στους αρραβώνες της, την κοιτάς λες και είναι κάτι μαγικό…»

«Γιατί είναι», ψιθύρισε εκείνος μελαγχολικά.

«Είναι του Σαοϊρσε, Γκριάν, δεν μπορείς να μένεις στη σκιά και να περιμένεις για το θαύμα που δε θα έρθει ποτέ». Που να ‘ξερες πατέρα, σκέφτηκε εκείνος. Που να ‘ξερες πως το ζω το θαύμα κάθε μέρα στην αγκαλιά της.  «Το ξέρω πως σου ζητάω πολλά μα, η ένωση σου με τη πριγκίπισσα της Δύσης είναι γεγονός και δεν μπορείς να την αποφύγεις. Σε δύο μέρες εκείνην και η βασίλισσα Ντόναν φτάνουν στο κάστρο. Θα μείνουν έναν μήνα και στο τέλος της επίσκεψης τους, θ’ ανακοινωθούν οι αρραβώνες σας. Είναι διαταγή Γκριάν, μία που δεν ήθελα να δώσω αλλά είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μην αψηφήσεις…»

«Κι αν το κάνω;» κάρφωσε τα μάτια του στου πατέρα του.

«Θα κριθείς θα εσχάτη προδοσία».

Ο Γκριάν κούνησε το κεφάλι καταφατικά, και χωρίς άλλη κουβέντα, γύρισε τη πλάτη του στον πατέρα του. Έτρεμε ενώ προχωρούσε προς το δωμάτιο της Έλγουεν. Ήταν θυμωμένος, απογοητευμένος, ήθελε να βάλει ένα τέλος σε όλα, να πάρει το ξωτικό του και να φύγει μακριά πριν τους χωρίσουν για πάντα. Δεν τη βρήκε στη κάμαρα της όμως ήξερε που θα την έβρισκε εκεί  την ώρα. Έτρεξε προς τον στάβλο και μόνο μόλις έφτασε εκεί συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει ανάσα. Τη βρήκε να μιλάει στον Λόινιρ, το λευκό άλογο της ενώ του βούρτσιζε τη χαίτη με προσοχή. Ένιωσε αστείρευτη αγάπη όταν το ξωτικό του φίλησε το άλογο στο πρόσωπο κι εκείνο την έγλυψε λες και ήταν σκυλάκι. Γέλασε με το χαχάνισμά της και στάθηκε στο πλάι της καθώς έφερνε το χέρι του στη μουσούδα του Λόινιρ.

«Φίλε, μου φαίνεται θα μονομαχήσω μαζί σου στο τέλος για χάρη της», αστειεύτηκε, μα η μονίμως στεντόρεια φωνή του, με το ζόρι ακουγόταν εξαιτίας της πίκρας που είχε τυλίξει το στέρνο και το λαιμό του.

«Ήλιε μου, τι έπαθες;» ρώτησε απορημένη η Έλγουεν, αναγκάζοντας τον να τη κοιτάξει. «Γιατί είσαι μελαγχολικός;»

«Έλγουεν, το ξέρεις πως σ’ αγαπώ έτσι;»

«Φροντίζεις να μου δείχνεις κάθε βράδυ», τον πείραξε κι αφού σιγουρεύτηκε πως δεν του έβλεπε κανείς, φίλησε τρυφερά τα χείλη του. «Ποιος σε πίκρανε, πρίγκιπα μου;»

«Είχα άσχημα νέα από τον πατέρα μου· με πουλάει στο Βασίλειο της Δύσης».

«Τι εννοείς σε πουλάει;» γέλασε νευρικά εκείνη.

«Με αναγκάζει να παντρευτώ, Έλγουεν, για τη διασφάλιση της ειρήνης».

Ο κόσμος μαύρισε γύρω από την Έλγουεν… σκοτάδι… της παίρνανε τον ήλιο της. Ο μεγαλύτερος της φόβος γινόταν πραγματικότητα. Στηρίχτηκε πάνω στο άλογό της και με το ζόρι δεν ανέβηκε στη πλάτη του για να καλπάσει μακριά, κάπου που θα μπορούσε να αφήσει την οργή της ελεύθερη.

«Πότε;» τον ρώτησε τελικά μόλις μάζεψε αρκετό θάρρος.

«Μεθαύριο έρχονται, τέλος του μήνα θα ανακοινωθούν οι αρραβώνες».

«Εντάξει…»

«Έλγουεν, δε θέλω να τη παντρευτώ!» Τη γύρισε προς το μέρος του και έκλεισε το πρόσωπο της στις παλάμες του. «Εσένα θέλω ξωτικό μου, μόνο εσένα. Γι’ αυτό θα μιλήσω στον πατέρα μου, θα του πω για εμάς…»

«Είσαι τρελός;» τον διέκοψε αμέσως. «Θα με κρεμάσουν και θα λιντσάρουν τον Σαοϊρσε, Γκριάν!» Πέρασε τα χέρια της πάνω από τα κατάμαυρα μαλλιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το ‘ξερα πως η ευτυχία δε θα κρατούσε για πολύ».

«Μη το λες αυτό, δεν έχει τελειώσει τίποτα ακόμα».

«Όλα έχουν τελειώσει», μουρμούρισε θλιμμένα και ο Γκριάν κράτησε την ανάσα του βλέποντας την αύρα της να τρεμοπαίζει.

«Έλγουεν, είσαι θλιμμένη και…»

«Είμαι. Πώς να μην είμαι… σε χάνω!»

«Ξωτικό μου», την ανάγκασε να τον κοιτάξει πάλι. «Σου ορκίζομαι πως θα βρούμε τρόπο, εν ανάγκη θα σε πάρω και θα φύγουμε, άσε με να μιλήσω στον πατέρα μου και αν δεν βγάλω άκρη, στ’ ορκίζομαι πως θα σε πάρω και θα φύγουμε μαζί από εδώ· θα πάρουμε τον Λόινιρ και τον Σαοϊρσε και θα κάνουμε μια νέα αρχή κάπου που δε θα μας ξέρει κανείς… εμείς, οι τρεις μας και το κατοικίδιο μας», γέλασε κάνοντας την Έλγουεν να χαμογελάσει έστω και για μια στιγμή. «Μη χάνεις την ελπίδα, Έλγουεν. Σ’ αγαπώ κι αυτή η αγάπη μας μπορεί να νικήσει τα πάντα…» 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις