Elwen- Κεφάλαιο 5

 


Ώρες περίμενε ο Γκριάν κρυμμένος στις σκιές τη στιγμή που η Έλγουεν θα έβγαινε από το δωμάτιο της. Κάθε βράδυ τη περίμενε. Από τη στιγμή που κοίταξε καλά, και βαθιά μες στα μάτια της, όλα άλλαξαν για εκείνον. Την αγαπούσε. Δε μπορούσε να αρνείται πια το οφθαλμοφανές, την αγαπούσε και έπρεπε να φοβηθεί πως θα τη χάσει για να καταλάβει πόσο δεδομένη την θεωρούσε. Δεν είχε τολμήσει ποτέ του να φανταστεί τη ζωή χωρίς την Έλγουεν και τώρα έπρεπε να κάνει κάτι να βεβαιωθεί πως το ξωτικό θα παρέμενε δικό του για πάντα.

Η Έλγουεν, που μόλις είχε γίνει δεκαοχτώ, βγήκε σαν υπνωτισμένη από το δωμάτιο. Υπήρχε κάτι διαφορετικό πάνω της, στο τρόπο που περπατούσε μηχανικά μα και στο ότι τα μάτια της έλαμπαν με μια περίεργη λάμψη που τον έκανε ν’ ανατριχιάσει γιατί πολλά διαφορετικά χρώματα άρχισαν να τα χρωματίζουν. Είχε συνηθίσει να τη βλέπει με τα βιολετιά της μάτια, ή ακόμα και με εκείνο το γαλάζιο που ήταν όμοιο με τ’ ουρανού, μα αυτό που αντίκριζε τώρα δεν ήταν κάτι που είχε ξαναδεί. Έμοιαζε λες και κάθε συναίσθημα της αντικατοπτριζόταν εκεί με διαφορετικό χρώμα. Την ακολούθησε από απόσταση και για μια στιγμή του φάνηκες λες αιωρούταν αντί να περπατάει. Η λευκή της νυχτικιά είχε κολλήσει πάνω στο σώμα της και ανέμιζε πίσω της ενώ προχωρούσε προς τη λίμνη. Του φάνηκε περίεργο που πήγαινε εκεί- ήταν και περίεργο που πρώτη φορά βγήκε ντυμένη έτσι έξω αφού συνήθως φορούσε τα ρούχα της με τις βαριές της μπότες για να κάνει εξάσκηση. Κάτι περίεργο έτρεχε με το ξωτικό του κι εκείνος έπρεπε να μάθει τι.


Κοκάλωσε όταν την είδε να βγάζει τη νυχτικιά της κάτω από το φως του ολόγιομου φεγγαριού και με μένει γυμνή. Ο έρωτας του για εκείνη μεγάλωσε. Ήταν αψεγάδιαστη, ότι πιο όμορφη είχε δει ποτέ του- ένα κινούμενο θαύμα που έπρεπε να αποκτήσει. Η Έλγουεν άρχισε να προχωρά μες στο νερό και ο Γκριάν έκανε ένα βήμα πιο κοντά, όταν το πιο περίεργο πράγμα έγινε. Ένα απόκοσμο φως την τύλιξε που έμοιαζε με την περίεργη αύρα που συνήθως τη τύλιγε αλλά ήταν πιο σκούρα και πιο… τρομακτική. Το ξωτικό βόγκηξε κάπως πονεμένα και εκείνος φοβήθηκε γιατί τα μάτια του έπιασαν μια περίεργη κίνηση πάνω στο δέρμα της. Του πήρε μερικά λεπτά να καθαρίσει το βλέμμα του και να δει τα σχέδια που αποτυπωνόταν πάνω της. Τρομοκρατήθηκε, και το ίδιο φοβισμένη έμοιαζε να είναι και η Έλγουεν. Στην αρχή δε μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε μα όταν το φως αυτό που τη τύλιγε εξαφανίστηκε, πάνω στο δέρμα της, ξεκινώντας από το δεξί γλουτό και συνεχίζοντας προς τ’ αριστερά και πάνω στη μέση της, ανέβαινε ένα περίτεχνο σχέδιο ενός φυτού που έπιανε όλο τ’ αριστερό της πλευρό και τυλιγόταν στ’ αριστερό της στήθος. Ήταν ότι πιο μαγευτικό και πιο τρομακτικό είχε δει ποτέ του.

Το ξωτικό βυθίστηκε στο νερό και τότε ο Γκριάν βρήκε την ευκαιρία ν’ αφαιρέσει τα ρούχα του και να μπει στη παγωμένη λίμνη μαζί της. Κολύμπησε αθόρυβα, όσο μπορούσε, προς το μέρος της και της έκλεισε το στόμα όταν εκείνη τρομαγμένη γύρισε προς το μέρος του, έτοιμη να ουρλιάξει. Η παλάμη του έπιανε σχεδόν όλο το πηγούνι της- πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι στη πραγματικότητα η Έλγουεν ήταν μικροσκοπική μπροστά του. Της χαμογέλασε καθησυχαστικά και έσμιξε τα φρύδια του όταν τα μάτια της πήραν ένα όμορφο ανοιχτό ροδαλό χρώμα.

«Τι αισθάνεσαι τώρα;» τη ρώτησε, ξαφνιάζοντας τη με αυτή την περίεργη απορία του.

«Θέλω να σε στραγγαλίσω!» μούγκρισε μόλις ελευθέρωσε το στόμα της.

«Λες ψέματα!» γέλασε εκείνος. «Πριν λίγο ντρεπόσουν, τώρα θες να με στραγγαλίσεις», συνέχισε παρατηρώντας τα μάτια της να γίνονται κατακόκκινα. «Τι σου συνέβη;» Το ξωτικό τον κοίταξε με δυσπιστία και βύθισε κι άλλο το κορμί της μέχρι που το σκοτεινό νερό κάλυπτε και το πηγούνι της. «Μη με ντρέπεσαι, Έλγουεν», της είπε τρυφερά και προσπάθησε να χαϊδέψει το πρόσωπο της. Εκείνη τραβήχτηκε λίγο ακόμα απογοητεύοντας τον.

«Μη, είναι τρέλα…»

«Τρελό είναι αυτό που νιώθω για σένα.» Ο τόνος του ήταν σταθερός μα τα μάτια του αποκάλυπταν τον πόθο που ένιωθε. «Σ’ αγαπάω Έλγουεν…»

Το ξωτικό παρέμεινε ανέκφραστο και προσπάθησε να  κολυμπήσει μακριά του, για να βγει προς τα έξω. Ο Γκριάν πρόλαβε να τη τραβήξει από το χέρι κι έκλεψε ένα φιλί που ζάλισε την Έλγουεν ακόμα περισσότερο κι από την εμπειρία που μόλις είχε ζήσει. Τα πάντα γύρω της σκοτείνιασαν και αφέθηκε στο φιλί αυτό με όλο της το είναι. Κόλλησε πάνω του και πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Ο Γκριάν χάιδεψε τη ραχοκοκαλιά της και την έσφιξε όσο περισσότερο μπορούσε. Η καρδιά του έτρεχε πολύ, έτοιμη να ξεριζωθεί απ’ το στέρνο του. Είχε χάσει κάθε μέτρο και σίγουρα θα την έκανε δική του επιτόπου αν η φασαρία που άκουσαν να έρχεται από τη πόρτα των τειχών. Τα στόματά τους χώρισαν αυτόματα και κοιτάχτηκαν κάπως σοκαρισμένοι που άφησαν τα αισθήματα τους τόσο ανοχύρωτα. Η Έλγουεν κατάπιε ένα λυγμό με δυσκολία και βγήκε από τη λίμνη γρήγορα· φόρεσε το νυχτικό της και χωρίς να ρίξει άλλη ματιά προς το μέρος του πρίγκιπα, έφυγε τρέχοντας προς το κάστρο.

Ο Γκριάν δεν καταλάβαινε το ξωτικό. Μπορούσε να δει ξεκάθαρα πως έτρεφε τα ίδια συναισθήματα μ’ εκείνον κι όμως κρατιόταν μακριά του με νύχια και με δόντια. Έπρεπε να ξεκαθαρίσει απόψε κιόλας τα αισθήματά τους, γιατί αν δεν την έκανε δική του, θα τρελαινόταν. Ντύθηκε άτσαλα κι έτρεξε ξωπίσω της. Εκείνη ήταν γρήγορη και μέχρι ο πρίγκιπας να φτάσει στο κάστρο, είχε χαθεί εντελώς από το οπτικό του πεδίο. Ανέβηκε προς το δωμάτιο της γνωρίζοντας καλά πως θα την έβρισκε εκεί, και χωρίς να χτυπήσει τη πόρτα, μπήκε μέσα τρομάζοντας τη. Η Έλγουεν, ακόμα με τη βρεγμένη νυχτικιά, δάγκωσε τα χείλια της και έφερε το χέρι της στο μέρος της καρδιάς της.

«Σε παρακαλώ, μου είναι ήδη τόσο δύσκολο να προσπαθώ χρόνια τώρα να αρνηθώ πως σ’ αγαπώ… μη παίζεις μαζί μου…»

Δεν την άφησε να τελειώσει τη φράση της. Έτρεξε κοντά της και έκλεισε το πρόσωπο της στις παλάμες του. Κόλλησε τα χείλια του στα δικά της και της έκλεψε ένα φιλί μαζί με την ανάσα της. Τα χέρια του πήγαν στους γοφούς της και με μια γρήγορη κίνηση της έβγαλε τη νυχτικιά και την άφησε γυμνή μπροστά του. Έγλυψε τα χείλια του και έβγαλε τη πουκαμίσα του πριν τη τραβήξει πάνω του πάλι και την εναποθέσει προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι. Φίλησε το πρόσωπο της και τα ροδαλά μάγουλά της, και ακολούθησε με τα δάχτυλά του το σχέδιο στο δέρμα της που εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά. Η Έλγουεν ανατρίχιασε με τ’ άγγιγμα του μα και με την αίσθηση των φιλιών του πάνω στη σάρκα της. Τη γύρισε αναγκάζοντας τη να ξαπλώσει στο στέρνο της και φίλησε τη μέση της και μετά τη ραχοκοκαλιά της.

«Σ’ αγαπώ…» ψιθύρισε στ’ αυτί της και τη ξαναγύρισε ανάσκελα για να της το πει άλλη μία φορά κοιτώντας τη κατάματα. Εκείνη χαμογέλασε κι αναζήτησε τα χείλια του ενώ έλυνε τα κορδόνια του παντελονιού του. Η ζωή της όλη άλλαζε, το ένιωθε μέσα της πως τίποτα από ‘δω και πέρα δε θα ήταν το ίδιο όμως χρειαζόταν μία σταθερά στη ζωή της και ήξερε πολύ πως ο Γκριάν ήταν αυτή η σταθερά. Κανείς άλλος δεν την ήξερε τόσο καλά όσο εκείνος. Κανείς άλλος δε κοιτούσε το πρόσωπο της κι ήξερε τι περνούσε από το μυαλό της. Κανέναν άλλον δεν είχε αγαπήσει τόσο πολύ όσο τον ήλιο της…

Ο Γκριάν χαμογελούσε ευτυχισμένα ενώ κοιτούσε για μία ακόμη φορά το σχέδιο στο σώμα της Έλγουεν. Ήταν λίγο η περιέργεια του και λίγο το γεγονός πως του άρεσε να την αγγίζει και να βλέπει το δέρμα της ν’ αντιδρά άμεσα. Ήταν κι εκείνα τα χαμόγελα που του χάριζε κάθε φορά που οι ματιές τους συναντιόντουσαν.

«Τι να είναι;» τη ρώτησε μ’ ενδιαφέρων κι ανησυχία.

«Δε ξέρω…»

«Πόνεσε;» Άφησε ένα φιλί στο πλευρό της και ξάπλωσε δίπλα της.

«Πιο πολύ με τρόμαξε». Έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της και γέλασε ανίκανος να πιστέψει πως την είχε έτσι απέναντι του. «Είσαι τρελός…» μουρμούρισε εκείνη. «Το ξέρεις πως θα μπλέξουμε;»

«Αξίζεις το μπλέξιμο, ξωτικό μου!»

«Είσαι πρίγκιπας, η μοίρα σου είναι να κυβερνήσεις το βασίλειο κι εγώ δεν είμαι τίποτα…»

«Είσαι τα πάντα!» τη διέκοψε σοβαρός. «Μη το ξαναπείς αυτό. Είσαι ότι θέλω και χρειάζομαι, Έλγουεν, και μαζί θα κυβερνήσουμε το βασίλειο. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε μία γυναίκα που δεν είχε βασιλικό αίμα… το ίδιο θα κάνω κι εγώ».

«Είσαι σίγουρος;» Τα μάτια της έγιναν πράσινα. Από ελπίδα, σκέφτηκε ο Γκριάν ενώ έσκυβε προς το μέρος της.

«Είμαι, ξωτικό μου…» ψιθύρισε και τη φίλησε γλυκά.

«Φοβάμαι όμως…» είπε εκείνη ανάμεσα στα φιλιά τους. «Φοβάμαι πως θα μας χωρίσουν πριν ακόμα ευχαριστηθούμε ο ένας τον άλλον…»

Ο Γκριάν θα ήθελε πολύ να της απαντήσει πως δεν είχε δίκιο όμως βαθιά μέσα του γνώριζε καλά πως ο πατέρας του ήταν αυτός που είχε δώσει την εντολή στον Γκέιλ να παντρέψει την Έλγουεν όσο πιο σύντομα γινόταν. Ήξερε την εμμονή του με το ξωτικό και πολλές φορές τον είχε προειδοποιήσει πως το δέσιμο το οποίο μοιράζονταν θα μπορούσε ν’ αποβεί και καταστροφικό, αν όχι για εκείνον τότε σίγουρα για την Έλγουεν.

«Τι προτείνεις να κάνουμε;» ζήτησε τη συμβουλή της.

«Θα το κρατήσουμε μυστικό…»

«Έλγουεν, αύριο στον χορό θα πρέπει να ανακοινώσεις τους αρραβώνες σου με τον Σαοϊρσε!»

«Κι αυτό θα κάνω…» ο πρίγκιπας γούρλωσε τα μάτια του και τη κοίταξε λες κι ήταν τρελή. «Μ’ εμπιστεύεσαι ήλιε μου;» τον ρώτησε διασκεδάζοντας με την απορία που ήταν ζωγραφισμένη στο όμορφο πρόσωπο του.

«Φυσικά…»

«Τότε άφησε το πάνω μου», τον διαβεβαίωσε και τον τράβηξε πάνω της για να ξανακάνουν έρωτα άλλη μία φορά… 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις