Elwen- Κεφάλαιο 4

 


Ο Γκέιλ σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό και αναστέναξε αγανακτισμένος όταν είδε, από μακριά, την Έλγουεν να πλησιάζει. Τι κι αν την είχε κλειδώσει, εκείνη είχε βρει τον τρόπο να το σκάσει και τώρα ερχόταν προς το μέρος του με αποφασιστικότητα σηκώνοντας το δάχτυλό της μπροστά στο πρόσωπο του, προειδοποιώντας τον να μη πει κουβέντα.

«Αυτό που έκανες, δε θα στο συγχωρέσω ποτέ», του είπε με τρεμάμενη από τον θυμό φωνή. «Πως μπόρεσες να με κλειδώσεις εκεί μέσα;»

«Πολύ κακό που σου έκανα», φώναξε εκνευρισμένος ο Γκέιλ. «Πως βγήκες;»

«Από το παράθυρο…»

«Και ο ηλίθιος φρουρός σου να φανταστώ δεν πήρε είδηση;»

«Ναι, μα δε φταίει αυτός!»

«Φυσικά και δε φταίει αυτός», φώναξε ο Γκέιλ κουρασμένος από τα παιχνίδια του ξωτικού του.

«Γκέιλ… θα σου κάνω το χατίρι», μουρμούρισε εκείνη μέσα απ’ τα δόντια της. «Θα σοβαρευτώ μόνο αν μου κάνεις μια χάρη».

«Πες το κι έγινε», είπε ξεψυχισμένα ο Γκέιλ, ανακουφισμένος που η προστατευόμενη του φαινόταν να βάζει μυαλό.

«Κράτα τον Γκριάν μακριά μου», του είπε και αμέσως έτρεξε προς τον Σαοϊρσε ο οποίος την περίμενε έτοιμος για να ξεκινήσουν την προπόνησή τους.

 

Ο Γκέιλ γούρλωσε τα μάτια. Τι εννοούσε η Έλγουεν; Καταρχάς πως στο καλό θα κατόρθωνε να κρατήσει μακριά της τον πρίγκιπα όταν εκείνος έμοιαζε να τη θεωρεί δική του, λες και του άνηκε. Ήξερε εξ αρχής πως ο Γκριάν θα ήταν πρόβλημα κι εμπόδιο στα σχέδια του, να παντρέψει τον Σαοϊρσε με το ξωτικό του γιατί το έβλεπε πως ο πρίγκιπας την αγαπούσε. Μπορεί ο ίδιος να μην το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα μα ο Γκέιλ πολλές φορές τον είχε πιάσει τον πρίγκιπα να τη χαζεύει όταν το ξωτικό δε κοιτούσε. Δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει κανείς πως ο πρίγκιπας πάλευε με τα συναισθήματα του. Και ήταν γεγονός πως η Έλγουεν τον αγαπούσε χωρίς όρια. Τώρα του ζητούσε να τον κρατήσει μακριά της… και τώρα ο Γκριάν ερχόταν προς το μέρος τους γρυλίζοντας απειλητικά…

«Γκριάν!» τον κάλεσε τελευταία στιγμή αφού του πήρε λίγα λεπτά να βγει από τις βαθιές σκέψεις του. Δυστυχώς δεν πρόλαβε. Ο Γκριάν γρονθοκόπησε τον Σαοϊρσε και ο Γκέιλ  κράτησε την ανάσα του γιατί αν δεν έκανε κάτι σύντομα, μπορεί η αυλή να γέμιζε με αίμα!

Ο Σαοϊρσε παρέμεινε σχεδόν ακούνητος παρότι η μπουνιά του Γκριάν προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπο του. Κοίταξε τον φίλο του απορημένος και σκούπισε το αίμα που κυλούσε από το ρουθούνι του με την ανάστροφη της παλάμης του. Έσμιξε τα φρύδια του κι ετοιμάστηκε να απαντήσει στη πρόκληση του Γκριάν, όταν μπήκε ανάμεσα τους η Έλγουεν, η οποία έσπρωξε τον πρίγκιπα μακριά. Του έριξε μια αυστηρή ματιά που τον έκανε να μουτρώσει, και κοίταξε απολογητικά τον Σαοϊρσε που ακόμα δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, και γιατί ο φίλος του αντέδρασε μ’ αυτόν τον τρόπο.

«Είσαι εντάξει;» ρώτησε το ξωτικό για να κερδίσει ένα στραβό χαμόγελο από τον άνθρωπο που προοριζόταν να γίνει άντρας της.

«Αφού ξέρεις πως ο Γκριάν χτυπάει σα κορίτσι», σχολίασε αδιάφορα και την έκανε στην άκρη για ν’ αντιμετωπίσει τον πρίγκιπα που έβραζε από θυμό. «Τι σου έκανα αδερφέ μου και αξίζω τέτοια συμπεριφορά;» ζήτησε να μάθει με ευγένεια που ο Γκριάν δεν είχε συνηθίσει. Μπορεί ο πρίγκιπας να του έριχνε αρκετούς πόντους αλλά σε μάζα δεν υστερούσε σε τίποτα. Δε τον φοβόταν και σίγουρα αν ήταν ο οποιοσδήποτε άλλος, θα επέστρεφε τη μπουνιά μα απέναντί του είχε έναν άνθρωπο που σεβόταν κι αγαπούσε σαν πραγματικό αδερφό.

«Τίποτα δεν του έκανες», πετάχτηκε η Έλγουεν κι έριξε μια ικετευτική ματιά στον Γκέιλ, ζητώντας του βοήθεια για να σταματήσει αυτή η κωμωδία. «Γκριάν, πρίγκιπα μου, έλα μαζί μου», συνέχισε μέσα από τα δόντια της. Εκείνος τη κοίταξε σα μαγεμένος και κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι του πριν την αφήσει να τον τραβήξει μακριά από το πλήθος που ρωτούσε τον Σαοϊρσε τι είχε κάνει που εξόργισε τον πρίγκιπα. Η Έλγουεν έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της προς τον Γκέιλ που τους κοιτούσε να απομακρύνονται, πολύ προβληματισμένος, και σήκωσε τους ώμους της για να του εξηγήσει έστω κι έτσι πως δεν είχε ιδέα τι ακριβώς περνούσε από το μυαλό του Γκριάν.

Τον έσπρωξε μέσα στο κάστρο και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Ανέβηκαν ως το δωμάτιο της και γέλασε πνιχτά όταν είδε τον φρουρό της να τη κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα, πιστεύοντας πως ήταν ακόμα μέσα.

«Μπορείς να φύγεις. Μη φοβάσαι, εξήγησα στον Γκέιλ πως έκανες θαυμάσια τη δουλειά σου», τον διαβεβαίωσε και ξεκλείδωσε τη πόρτα της. Έκανε νόημα στον Γκριάν να μπει μέσα μα πριν κλείσει τη πόρτα πίσω της, τον κάρφωσε στον τοίχο κι έφερε τον πήχη του χεριού της στο λαιμό του, κλέβοντας του τον αέρα.

«Τι σ’ έπιασε;» τον μάλωσε.

«Με πνίγεις!»

«Θα ‘πρεπε»,έφτυσε εκνευρισμένη. Τον ελευθέρωσε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι σου έκανε ο Σαοϊρσε;»

«Σε παντρεύεται!»

Η Έλγουεν έκανε ένα βήμα μακριά του και τον κοίταξε απορημένη. «Γκριάν, είσαι άρρωστος;»

«Ναι… έχω μια περίεργη αρρώστια Έλγουεν, μία που κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται και τη καρδιά μου να πονάει».

«Να πας στον μάγιστρο να σε γιατρέψει».

«Μόνο εσύ μπορείς να με γιατρέψεις!» κλαψούρισε εκείνος και τη πλησίασε διστακτικά. Η Έλγουεν απομακρύνθηκε από κοντά του μα εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Τη τρόμαζε έτσι όπως έπαιζε παιχνίδια ξαφνικά μαζί της. Τον έσπρωξε βάζοντας το χέρι της στο στέρνο του και ο Γκριάν αναστέναξε δυνατά καθώς έπεφτε με φόρα στο κρεβάτι της. «Έλγουεν, πως γίνεται τόσο καιρό να μη σε είχα δει;»

«Τι λες Γκριάν;» ρώτησε εκείνη ανήμπορη να πιστέψει αυτά που άκουγε.

«Σε κοιτούσα με δε σ’ έβλεπα, ξωτικό μου». Τ’ αυτιά της κοκκίνισαν κάνοντας τον να χαχανίσει καθώς σήκωσε τον κορμό του και τη τράβηξε από το χέρι προς το μέρος του. «Δε θέλω να σ’ έχει άλλος».

«Δε σου πέφτει λόγος», τίναξε το χέρι της και γύρισε την πλάτη στον πρίγκιπα. Ονειρευόταν τόσο καιρό να τον ακούσει να της λέει πως τη θέλει μα τώρα που τα λόγια έβγαιναν από τα χείλη του, φοβόταν να τα πιστέψει. Δεν ήταν τυχαίο που αποφάσισε να το πει όταν ένιωσε πως την χάνει. Του Γκριάν δε του άρεσε να του παίρνουν αυτά που πίστευε πως του ανήκαν. «Μπορείς να φύγεις;» του ζήτησε όσο πιο καλοσυνάτα μπορούσε.

«Ναι μα πρώτα…» Τη γύρισε με φόρα προς το μέρος του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Η Έλγουεν χάθηκε μέσα στα χέρια του και στο φιλί του που αναζητούσε τόσο καιρό. Κρατούσε το πρόσωπο της στα χέρια του και είχε κολλήσει το σώμα του στο δικό της ενώ την έσπρωχνε προς τον τοίχο. Όταν τα χείλια τους χώρισαν, η Έλγουεν κράτησε τα μάτια της κλειστά φοβούμενη να κοιτάξει τα γαλανά μάτια του ήλιου της, που την έκαιγε τόσο πολύ. «Θα τα ξαναπούμε…» ψιθύρισε στ’ αυτί της κι έφυγε αφήνοντας τη πίσω, ζαλισμένη.

Δέκα μέρες πέρασαν από εκείνο το φιλί και η Έλγουεν προσπάθησε με όλη της την εξυπνάδα να βρίσκει τρόπους να αποφεύγει τον πρίγκιπα που δεν είχε σκοπό να την αφήσει στην ηρεμία της. Φοβόταν μήπως αυτό το φιλί, αυτή η τρέλα, τους βάλει σε χειρότερους μπελάδες. Έχασε την καλή της διάθεση και μελαγχόλησε. Δεν ήθελε να δει κανέναν, ούτε καν τον Γκέιλ που του είχε τόση αδυναμία. Δεν πήγαινε στα δείπνα και στις εκπαιδεύσεις. Προτιμούσε να μένει κλεισμένη στο δωμάτιο της και να βγαίνει έξω όταν όλο το κάστρο κοιμόταν.

Έτσι έκανε και ένα βράδυ, το βράδυ των γενεθλίων της. Ήταν το πρώτο βράδυ που έφαγε με τον βασιλιά, την οικογένεια του και τον Γκέιλ μετά από μέρες. Φόρεσε ένα φόρεμα που της έδωσε η βασίλισσα, ταιριαστό με τη περίσταση, και κάθισε δίπλα στον Γκριάν όπως πάντα αποφεύγοντας να κοιτάξει προς το μέρος του. Εκείνος χαμογέλασε λες και είχε κάποια θεία αποκάλυψη μόλις την είδε και όλο το βράδυ έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της. Ήξερε πως όλα τα βλέμματα ήταν πάνω της, όχι μόνο για την εμφάνιση της που ήταν σπάνια αφού απέφευγε να φοράει φορέματα όπως ο αμαρτωλός απέφευγε να μπει σε ναό, μα και γιατί όλοι είχαν ψυχανεμιστεί πως ήταν ο λόγος που ο Γκριάν είχε χτυπήσει τον Σαοϊρσε. Αν μισούσε κάτι, αυτό ήταν τα λόγια. Έτσι πέρασε όλο το βράδυ, με το βλέμμα χαμηλωμένο ώσπου επιτέλους της επέτρεψαν να γυρίσει στα διαμερίσματα της για να ξεκουραστεί.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και γλίστρησε μες τη νυχτικιά της σαν υπνωτισμένη. Η βραδιά ήταν ήσυχη και ζεστή· δε φόρεσε παπούτσια, απλά βγήκε στους διαδρόμους του κάστρου που γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα και περπατώντας στις σκιές και στις μύτες των ποδιών της, κατάφερε να περάσει απαρατήρητη και να βγει από τα τείχη. Το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο στον ουρανό. Τη παρέσυρε με την ομορφιά του ως τη λίμνη όπου καθρεφτιζόταν τέλεια πάνω στα νερά της. Η Έλγουεν άκουσε τους ψίθυρους της φύσης και της Θεάς της να τη καλούν και χωρίς να το σκεφτεί, έβγαλε τη νυχτικιά της και πάτησε μες στο κρύο νερό.

Δεν την άγγιξε καθόλου η παγωμένη λίμνη. Ένιωθε λες και έμπαινε μέσα σε στη μπανιέρα της, τόσο ζεστό το ένιωθε το νερό να τη τυλίγει βήμα με βήμα. Στάθηκε για μια στιγμή όταν είχε μπει μέσα ως τη μέση και κράτησε την ανάσα της γιατί ένιωσε έναν οξύ πόνο στη πλάτη της. Ξεκινούσε από τον δεξί τη γλουτό και προχωρούσε προς τ’ αριστερά κι ανέβαινε στα πλευρά της. Έριξε μια ματιά εκεί να δει τι της συνέβαινε, και βόγκηξε άηχα, όταν είδε να σχηματίζεται πάνω στο δέρμα της ένα σχέδιο, τόσο μαύρο σα το μελάνι που χρησιμοποιούσε να γράψει τα φυτά που ανακάλυπτε, στο σημειωματάριο της. Για μια στιγμή τα ‘χασε και της ήρθε να φωνάξει βοήθεια μα ο οξύς πόνος εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε. Ανέπνευσε βαθιά και κοίταξε πάλι τα πλευρά της. Αντί για μαυρίλα, είδε ένα περίτεχνο σχέδιο αποτυπωμένο στο δέρμα της- έμοιαζε με αναρριχητικό φυτό μόνο που αντί για λουλούδια πάνω του, σε περίοπτες θέσεις, είχε αστέρια. Η Έλγουεν ανατρίχιασε και γύρισε το βλέμμα της προς το ναό, ενώ πάλευε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.

«Θεά… τι στο καλό μου συμβαίνει;» ρώτησε μα δε πήρε ποτέ απάντηση. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις