Elwen - Κεφάλαιο 3

 



Ο Γκριάν ένιωσε λες και κάποιος του έριξε έναν κουβά με παγωμένο νερό πάνω του. Πέρασε τις μεγάλες παλάμες του μέσα από τα ηλιόλουστα μαλλιά του και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο χώρο. Δεν είχε κατανοήσει ακριβώς τα λόγια της Έλγουεν. Τι εννοούσε; Δε γινόταν να παντρευτεί το ξωτικό του, αυτό ήταν ότι πιο γελοίο είχε ακούσει ποτέ του- τόσο αστείο που αντί να τη κυνηγήσει, άρχισε να γελάει δυνατά και μονολογεί πως ο Γκέιλ είχε χάσει τα λογικά του αν πίστευε πως η νεαρή προστατευόμενή του θα γινόταν εύκολα γυναίκα κάποιου.

 

Τελικά κατάφερε να συμμαζέψει τις σκέψεις του και να έδωσε εντολή στα πόδια του να τον οδηγήσουν προς το κορίτσι με το οποίο δεν είχε χωρίσει ποτέ- από μωρά μεγαλώσανε παρέα. Μαζί τρώγανε, μαζί κάνανε μπάνιο και στο ίδιο κρεβάτι κοιμόντουσαν τα βράδια. Έπρεπε να τη ρωτήσει, να μάθει λεπτομέρειες για τον επικείμενο γάμο και να καταλάβει γιατί γίνονταν όλ’ αυτά. Πως μπόρεσε ο Γκέιλ να πάρει τέτοια απόφαση γνωρίζοντας πως η Έλγουεν δεν είναι από εκείνες τις ψυχές που μπορείς να φυλακίσεις σ’ έναν γάμο χωρίς έρωτα; Λες να φταίω εγώ; σκέφτηκε κι ένιωσε ενοχές για όλες εκείνες τις βραδιές που περίμενε κρυφά το ξωτικό για να την παρασύρει σε περιπέτειες που εκείνος διψούσε να ζήσει. Ήξερε πως η Έλγουεν δε θα του έλεγε ποτέ όχι και πως θα τον ακολουθούσε στα πέρατα της γης. Είχαν μεγαλώσει μαζί και γνώριζε καλά πως δουλεύει το μυαλό μα και η καρδιά της. Και πολλές φορές το εκμεταλλευόταν… όχι όμως πάντα. Αγαπούσε τη παρέα της και οι μέρες που αποφάσιζε να την αφήσει πίσω, ήταν αφόρητες κι εκείνη έμοιαζε να διψάει για λίγη ελευθερία την οποία της είχαν απαγορέψει λόγω του ότι ήταν διαφορετική. Μπορεί όλοι να είχαν αποδεχτεί το ξωτικό που έφερε ο Γκέιλ στο κάστρο, μα ο Γκριάν μπορούσε να δει τον φόβο που χρωμάτιζε τα μάτια του όταν η όμορφη ξωτικιά, όπως την φώναζαν, περνούσε από κοντά τους. Ελεγχόμενη ελευθερία, αυτό της είχε χαρίσει ο βασιλιάς κι αυτό δεν άρεσε καθόλου ούτε στο ξωτικό μα ούτε στον πρίγκιπα.

Τη βρήκε να τρώει ψωμί και τυρί ξαπλωμένη στο γρασίδι έξω από τα τείχη της καστρόπολης, στο αγαπημένο της σημείο που είχε θέα προς τη λίμνη στην οποία την είχαν βρει κοντά δεκαοχτώ χρόνια πριν. Τάιζε τα πουλιά και μουρμούραγε έναν σκοπό που μισούσαν και οι δύο και όμως, για κάποιο λόγο κανείς τους δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό. Μπορεί να έφταιγε το γεγονός πως τον άκουγαν κάθε βράδυ στο δείπνο ή το ότι μονίμως αστειευόντουσαν για τους τρόπους που θα ήθελαν να βασανίσουν τον άμοιρο τον μουσικό της πλάκας, που ήξερε μόνο αυτόν το σκοπό να παίζει.

«Η Έλγουεν νοικοκυρά, να είναι δουλειά της να φροντίζει έναν άντρα», την πείραξε. Την άκουσε ν’ αφήνει έναν αργόσυρτο αναστεναγμό μα δεν ήταν έτοιμος να σταματήσει εκεί. «Σε φαντάζομαι να φοράς όμορφα φορέματα που να αποκαλύπτουν και λίγο απ’ το στέρνο σου, σαν της Λαβίν ας πούμε, και να περιμένεις τον κύρη σου να γυρίσει».

«Γκριάν, δεν έχω όρεξη», τον προειδοποίησε προκαλώντας του ένα χαμόγελο γεμάτο πονηράδα.

«Ποιος θα είναι ο τυχερός; Α, ξέρω… ο βρωμιάρης Χάρκεν που πάντα μυρίζει σαν κλούβιο αυγό;» τη ρώτησε και γέλασε μόνος του με το αστείο του. «Όχι, ξέρω, ο Κάιλαρ με τα μεγάλα αυτιά για να του κάνει αέρα τις ζεστές νύχτες!»

Δεν πρόλαβε καν να τη δει να σηκώνεται. Η Έλγουεν άφησε μια κραυγή και τράβηξε το σπαθί της πριν καν ο Γκριάν μπορέσει ν’ αντιδράσει άμεσα. Παραπάτησε και στη προσπάθεια του να μείνει όρθιος, γονάτισε στο γρασίδι και στηρίχτηκε στο δεξί του χέρι, ενώ η Έλγουεν, φανερά θυμωμένη, έφερνε την άκρη του σπαθιού της στο λαιμό του.

«Είσαι πολύ απρόσεχτος πρίγκιπα Γκριάν», του είπε αυστηρά. «Ζούμε σε περιέργους καιρούς και πρέπει να προσέχεις τη πλάτη σου». Έφερε τη μύτη του σπαθιού της στο ύψος του ώμου του. «Τη γλώσσα σου», συνέχισε σηκώνοντας το σπαθί στο πρόσωπο του κάνοντας το αυτάρεσκο χαμόγελο του να σβηστεί. «Και αυτό εκεί κάτω με το οποίο σκέφτεσαι». Έφερε την άκρη του σπαθιού στο ύψος των γεννητικών του οργάνων και το έσπρωξε λίγο πιο δυνατά, κάνοντας τον να μορφάσει. «Τώρα, ευελπιστώ πως τελείωσαν τ’ αστεία, έτσι;»

Ο Γκριάν μπορούσε να δει άνετα στα μάτια της πως δεν αστειευόταν. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ανέπνευσε ξανά όταν το ξωτικό έβαλε πίσω στη θήκη του το σπαθί της. Του γύρισε τη πλάτη μα ο εγωισμός του, που είχε πληγωθεί, δεν το άφηνε στην ηρεμία του και μόλις τινάχτηκε στα πόδια του, της επιτέθηκε ενώ ακόμα εκείνη του είχε γυρισμένη τη πλάτη. Η Έλγουεν άφησε μια κραυγή να της ξεφύγει μα αντέδρασε σύντομα και βρέθηκε να δίνει μια γροθιά στη μύτη του πρίγκιπα που έπεσε στο γρασίδι βρίζοντας μέσα από τα δόντια του.

«Όχι στο πρόσωπο!» γκρίνιαξε και πριν το ξωτικό καταφέρει να κάνει ένα βήμα μακριά του, αγκάλιασε τα πόδια της με τα γεροδεμένα χέρια του, αναγκάζοντας τη να χάσει το βήμα της και να βρεθεί στο γρασίδι ανάσκελα. Σκαρφάλωσε πάνω της και άρπαξε το ένα της χέρι στον αέρα. Το κάρφωσε πάνω από το κεφάλι της και έκανε το ίδιο και με το άλλο, ενώ έσφιξε τα πόδια του γύρω από τους μηρούς της έτσι ώστε να την ακινητοποιήσει εντελώς. Το ξωτικό ρουθούνισε εκνευρισμένα και προσπάθησε να ξεφύγει από της λαβή του, μα ο πρίγκιπας ήταν αρκετά εκατοστά ψηλότερος της και αρκετά και βαρύτερος. Μπορεί να ήταν ξωτικό, που σήμαινε αυτόματα τέλεια αντανακλαστικά και όραση μα και δύναμη αφύσικα μεγάλη σε σχέση με τους ανθρώπους. Κι όμως, κάτω από τη δύναμη του Γκριάν, η ξωτική της υπόσταση δεν είχε κανέναν λόγο. Απλά αφηνόταν σα να παραδινόταν σε αυτόν αμαχητί.

«Άφησε με…» τον παρακάλεσε. Ένιωσε τα μάγουλα της να καίνε και ήξερε πως σύντομα η κοκκινίλα θα επεκτεινόταν σ’ όλο της το πρόσωπο.

«Όχι», χαμογέλασε πονηρά εκείνος. «Τώρα σοβαρά σκέφτεσαι να παντρευτείς;»

«Όχι εγώ, ο Γκέιλ το σκέφτεται». Κουνήθηκε λίγο μόλις τον ένιωσε να χαλαρώνει τη λαβή του μα αυτομάτως τα χέρια του σφίχτηκαν ξανά κι έτσι αναγκάστηκε να τα παρατήσει.

«Με ποιον;» τη ρώτησε σοβαρός. Ένας περίεργος φόβος άρχισε να τον ζώνει. Η ιδέα του ότι εξαιτίας ενός τρίτου θα μπορούσε να χάσει το ξωτικό του, τον τρόμαξε. Μα κυρίως τον τρόμαξε αυτό το κάψιμο στο στομάχι που ένιωσε μόλις κάρφωσε τα γαλάζια μάτια του στα δικά της. Τη παρατήρησε καλά, το λευκό της δέρμα και τα τεράστια μάτια της που έκρυβαν αθωότητα μα και περιέργεια. Πως και δεν την είχε κοιτάξει καλύτερα τόσο καιρό; Τα γεμάτα χείλη της τον προκαλούσαν κι αυτό το κοκκίνισμα που απλωνόταν στο δέρμα της, τον έκανε να χαμογελάει γιατί δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο θέαμα. «Με ποιον θέλει να σε παντρέψει;» τη ρώτησε αυστηρά τρομάζοντας τη λίγο.

«Μα τι σ’ έπιασε, Γκριάν;» γκρίνιαξε εκείνη. «Τι σε νοιάζει με ποιον θέλει να με ζευγαρώσει ο Γκέιλ ξαφνικά; Δεν είδα ποτέ άλλοτε να ενοχλείσαι από τα φλερτ και τις κατακτήσεις μου, τι άλλαξε τώρα;»

«Εκείνα ήταν απλά φλερτ… εδώ μιλάμε για γάμο», τη μάλωσε και της έκανε νόημα να σταματήσει να παλεύει για να ελευθερωθεί.

«Ναι, για γάμο μιλάμε, τον δικό μου γάμο. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνεις λες και πρόκειται για το δικό σου τέλος όταν απλά έρχεται το δικό μου», φώναξε και με μια απότομη κίνηση σήκωσε το γόνατό της, και το έφερε στην ευαίσθητη περιοχή του με δύναμη. Ο Γκριάν ούρλιαξε και αμέσως την ελευθέρωσε ενώ έπεσε με φόρα στο γρασίδι σφαδάζοντας.

«Όχι… στα… απόκρυφα… μου!» κλαψούρισε. «Ποιον θα παντρευτείς;» ζήτησε μία ακόμη φορά να μάθει. Έπρεπε να ξέρει, ξαφνικά η ιδέα του γάμου της τον πονούσε περισσότερο κι από τη κλωτσιά που είχε δεχτεί.

«Τον Σαοϊρσε!» του απάντησε εκείνη δυστυχισμένη και ξεκίνησε να απομακρύνεται από κοντά του.

«Μα αυτός δε χαμογελάει ποτέ!» φώναξε εκείνος πονεμένα.

 Η Έλγουεν σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό μα δεν απάντησε, απλά συνέχισε τον δρόμο της ενώ ο Γκριάν καθόταν στο χώμα. Κρατούσε την ανάσα του, το συνειδητοποίησε όταν την έχασε από το οπτικό του πεδίο. Το Σαοϊρσε; Αυτόν της έδινε ο Γκέιλ; Ήταν δυναμικός, και καλός πολεμιστής, και σίγουρα από τους λίγους στον οποίο ο Γκριάν θα εμπιστευόταν τη ζωή του μα αλήθεια τώρα… ο Σαοϊρσε και το ξωτικό του απλά δεν ταίριαζαν. Δε γινόταν να είναι μαζί, δε θα το επέτρεπε! Ξάφνου ένιωσε ένα χείμαρρο από συναισθήματα να του κάνουν επίθεση από φόβο της απώλειας της ως θυμό- θυμό που ξάφνου ο αγέλαστος σύντροφός του στη μάχη ήθελε να του κλέψει το ξωτικό του. Σηκώθηκε πάνω με αποφασιστικότητα και προχώρησε με γρήγορο βήμα προς το κάστρο. Όσο περνούσε από το χέρι του, αυτός ο γάμος δε θα γινόταν, κανένας γάμος δε θα γινόταν. Η Έλγουεν δε θα δινόταν πουθενά και σε κανέναν με το ζόρι.

Μπήκε στον αυλόγυρο του κάστρου και αγνόησε τα ερωτικά βλέμματα των γυναικών μα και τις καλημέρες των ιπποτών και πολεμιστών που συναντούσε. Είχε δουλειά να κάνει, δε μπορούσε να καθυστερεί με χαιρετούρες. Πήγε κατευθείαν στον χώρο όπου ο Γκέιλ εκπαίδευε νεαρά αγόρια να γίνουν πολεμιστές. Ήξερε πως θα τον έβρισκε εκεί μαζί με τον Σαοϊρσε και θα του έλεγε τι σκεφτόταν, δε θα κρατούσε τίποτα κρυμμένο. Μα όταν έφτασε και είδε την Έλγουεν να γελάει ενώ έκανε εξάσκηση παρέα με τον άνθρωπο που προοριζόταν να παντρευτεί, θόλωσε. Μέχρι και ο Σαοϊρσε χαμογελούσε ενώ απέφευγε τις επίδοξες επιθέσεις της. Δεν τον είχε ξαναδεί να χαμογελάει. Και η Έλγουεν έμοιαζε να χαίρεται τη παρέα του. Όταν ο Σαοϊρσε την έπιασε από τη μέση για να τη τοποθετήσει σε καλύτερη αμυντική θέση, ο Γκριάν έχασε τον κόσμο γύρω του γιατί εκείνη τον άφηνε να την αγγίζει. Η Έλγουεν δεν άφηνε ποτέ κανέναν να την αγγίζει εκτός από εκείνον.

Γρύλισε και με σταθερό βήμα προχώρησε προς το νεαρό πολεμιστή και το ξωτικό. Αγνόησε τον Γκέιλ που φώναξε τ’ όνομα του και δε νοιάστηκε καθόλου για τα βλέμματα που τραβούσε ενώ ξεγύμνωνε τα δόντια του καθώς σταματούσε μπροστά από το ζευγάρι.

«Γκριάν, είσαι καλά;» τον ρώτησε η Έλγουεν μα δε την κοίταξε. Κράτησε τα μάτια του πάνω στον Σαοϊρσε που έσμιγε τα δικά του απορημένος, και πριν το σκεφτεί καλά, σήκωσε τη γροθιά του και την έριξε με δύναμη στο πρόσωπο του φίλου του. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις