Elwen- Κεφάλαιο 2

 

Η Έλγουεν έριξε μια πλαγιαστή ματιά προς τον άνθρωπο που την είχε μεγαλώσει και χαχάνισε όταν τον παρατήρησε να μουρμουράει άηχα σα να έκανε πρόβα για αυτά που ήθελε να της πει. Τον ήξερε τόσο καλά όσο ήξερε τη παλάμη της και ο Γκέιλ μπορεί να είχε εκφοβιστικό παρουσιαστικό μα η καρδιά του ήταν τόσο μαλακή όσο η πουτίγκα που του άρεσε να τρώει μετά το φαγητό. Δεν μπορούσε καν να τη μαλώσει για τα αυτονόητα καθώς μεγάλωνε, άφηνε τις κατσάδες στον βασιλιά που κάθε φορά, έχανε δέκα χρόνια από τη ζωή του βλέποντας τις γρατζουνιές στα σώματά τους.
Προχώρησε γρήγορα προς το δωμάτιο της με εκείνον στο κατώφλι της. Του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της και χαμογέλασε πονηρά ενώ έσπρωχνε τη πόρτα.
«Μη με κοιτάς έτσι, μικρή», τη μάλωσε προσπαθώντας να μείνει σοβαρός. Έτσι όπως τον κοιτούσε τόσο αθώα, έλιωνε και του ‘ρχόταν να βάλει τα γέλια και να τη ρωτήσει ποιος κέρδισε τον καυγά στον οποίο είχε μπλέξει. Όμως έπρεπε να της βάλει και όρια γιατί η Έλγουεν ήταν πια δεκαοχτώ χρονών, σε ηλικία γάμου, και κανείς δε θα ήθελε να παντρευτεί μια… μία που θα μπορούσε να τον βάλει κάτω και να του σπάσει το λαιμό χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. «Πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά», σήκωσε το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπο της και τράβηξε τα μάτια του μακριά γιατί τα δικά της σχεδόν τον υπνώτιζαν. Πάλι θα έχανε αυτή τη μάχη μαζί της, το ένιωθε.
«Έλα βρε μπαμπά, εσύ κι ο βασιλιάς υπερβάλετε λίγο!»
«Μη με λες μπαμπά», τη σταμάτησε, εξαλείφοντας το χαμόγελο από το πρόσωπο της. «Κάθε φορά που με λες μπαμπά καταλήγω να υποχωρώ κι εσύ να κάνεις του κεφαλιού σου κι αν μάθει ο Κάιμπρε πως ξέρω ότι κάθε βράδυ βγαίνεις βόλτες με τον πρίγκιπα και δε σας σταματάω, θα μου κόψει το χέρι… για να μη πω κάτι άλλο…»

 

Η Έλγουεν έπνιξε ένα γέλιο και άφησε ένα φιλί στο τραχύ μάγουλο του Γκέιλ. «Περνάμε καλά, που είναι το κακό σ’ αυτό;» Άνοιξε τη πόρτα του δωματίου της και του έκανε νόημα να περάσει μέσα. Το δωμάτιο της ήταν απλό γιατί δεν την ενδιέφεραν οι πολυτέλειες. Το διπλό κρεβάτι της καλυπτόταν από έναν ουρανό από υφάσματα- η βασίλισσα είχε επιμείνει πως μια κοπέλα θα πρέπει τουλάχιστον να ξαπλώνει σ’ ένα κρεβάτι που της αξίζει, με μαλακό στρώμα και ένα περίγυρο που θα της χαρίζει όμορφα όνειρα. Της Έλγουεν θα της έφτανε να κοιμάται και στο πάτωμα μα δεν μπόρεσε να χαλάσει το χατίρι στη γυναίκα που την κράτησε στη ζωή. Αν δεν ήταν εκείνη και το γάλα της, μπορεί και να είχε πεθάνει στα χέρια του ανήξερου Γκέιλ. Ένα μπαούλο στα πόδια του κρεβατιού φιλοξενούσε τα λιγοστά της ρούχα ενώ στον τοίχο στο δεξί της χέρι, ένα παραβάν στεκόταν, για να μπορεί ν’ αλλάζει και δίπλα η μπανιέρα όπου έπαιρνε το μπάνιο της κάθε μέρα. Πίσω της, πάνω στον τοίχο, κρεμόταν η νυχτικιά της που σπάνια φορούσε αφού της άρεσε να κοιμάται γυμνή και στους υπόλοιπους τοίχους, αντί για πίνακες κρεμόταν όπλα που έφτιαχνε η ίδια από ξύλο και πέτρα. Πάνω στο τραπέζι δίπλα από το κρεβάτι της ήταν ακουμπισμένα ένα στιλέτο, ένα σημειωματάριο με θεραπευτικά φυτά και μια χτένα που της είχε κάνει δώρο ο Γκριάν στα δέκατα-έκτα γενέθλια της. Το τζάκι ήταν ήδη αναμμένο και η φωτιά έκαιγε. Μπορεί να καλοκαίριαζε μα το κρύο μες το κάστρο ήταν ανυπόφορο.
«Έλγουεν, είσαι μεγάλη γυναίκα πια, θα έπρεπε να ντύνεσαι με φορέματα κι όχι με ρούχα ιπποτών και έπρεπε να είσαι καλυμμένη με αρώματα κι όχι με λάσπες», άρχισε να λέει ο Γκέιλ, ξύνοντας τον λαιμό του ενώ εκείνη πετούσε τις μπότες της και τον κοιτούσε απορημένη με τα τεράστια μάτια της ορθάνοιχτα. Άλλαζαν από βιολετιά με γαλάζια τρελαίνοντας τον μέχρι που την διέταξε να διαλέξει χρώμα. «Με ζαλίζεις», της έβαλε τις φωνές και η Έλγουεν έκλεισε τα μάτια. Κράτησε το γαλάζιο χρώμα τους γιατί φρίκαρε τον πατέρα της λιγότερο. «Έλεγα πως ήρθε η ώρα να σοβαρευτείς».
«Είμαι σοβαρή, Γκέιλ!»
«Σοβαρή απειλή είσαι», τη διόρθωσε αγανακτισμένος εκείνος. «Σε δύο βδομάδες γίνεσαι δεκαοχτώ. Θα διοργανωθεί χορός όπως κάθε χρόνο…»
«Ναι, με τον Γκριάν ετοιμάζουμε…»
«Δεν ετοιμάζετε τίποτα», τη διέκοψε μ’ απειλητικό τόνο που για πρώτη φορά την τρόμαξε. Δε του άρεσε να της μιλάει έτσι. Το κάτασπρο δέρμα της χλόμιαζε από τη τρομάρα κι έχανε αυτή τη γυαλάδα του ενώ η αύρα της σκούραινε όπως και τώρα. «Έλγουεν… την ημέρα του χορού θα πρέπει να διαλέξεις σύντροφο», της εξήγησε διστακτικά γνωρίζοντας πως η αντίδραση της θα μπορούσε να είναι επική. Εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή σοκαρισμένη και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Δε σου κάνω πλάκα!» γκρίνιαξε εκείνος.
«Γκέιλ, δε το εννοείς αυτό. Δε μπορώ να γίνω γυναίκα κάποιου…»
«Μπορείς και παρά-μπορείς και θα γίνεις, ήρθε η ώρα σου, Έλγουεν!»
«Γιατί, εσύ είσαι 46 και ακόμα ελεύθερος και δείχνεις μια χαρά ευτυχισμένος».
«Χρησιμοποιείς εμένα σαν παράδειγμα; Σοβαρά τώρα, Έλγουεν;» της φώναξε πικραμένος. Το ξωτικό περπατούσε νευρικά στο δωμάτιο κλωτσώντας τα χαλιά και τις μπότες στο διάβα της. «Είμαι ένας μέθυσος που μισεί τη ζωή του. Το μόνο καλό που μου ‘χει τύχει είσαι εσύ. Με τρομοκρατεί η ανάγκη σου για καυγάδες και η αγάπη σου για όπλα. Ούτε εγώ δεν έχω τέτοια συλλογή Έλγουεν!»
Το ξωτικό χαμήλωσε το κεφάλι και το κούνησε μια φορά με κατανόηση. «Τι θες να κάνω να σ’ ευχαριστήσω;»
«Να ηρεμήσεις λίγο και να διαλέξεις σύντροφο, κάποιον σαν τον Σαοϊρσε ας πούμε».
Η Έλγουεν τα έριξε ένα αυστηρό βλέμμα το οποίο ο Γκέιλ προσπάθησε να κατευνάσει μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο που αποκάλυψε όλη την οδοντοστοιχία του. Δεν κρατούσε κρυφό το γεγονός πως τον Σαοϊρσε τον είχε σα γιο του και πως δίψαγε για μια ένωση του με την Έλγουεν, μα εκείνη δε μπόρεσε να δει ποτέ ερωτικά τον γεροδεμένο πολεμιστή με τα σκληρά χαρακτηριστικά, που δε χαμογελούσε ποτέ. «Όχι;» τη ρώτησε με ψιλή φωνή.
«Ο Σαοϊρσε είναι καλός πολεμιστής, μα θα έκανε χάλια σύζυγο, πατέρα», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Μουγκρίζει αντί να μιλάει…»
«Καλώς, θα το συζητήσουμε εκ βαθέων κάποια άλλη στιγμή. Ο Σαοϊρσε είναι τέλεια επιλογή για σένα κι έχω δει πως σε κοιτάζει. Τώρα κάνε μπάνιο και κοιμήσου λίγο… και φρόνιμα!» τη διέταξε κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας πριν χάσει εξολοκλήρου την υπομονή του.
Η Έλγουεν κάγχασε μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω της μα πάγωσε στη θέση της όταν άκουσε τη κλειδαριά να γυρίζει. Έτρεξε εκεί και προσπάθησε να σπρώξει με όλη της τη δύναμη μήπως καταφέρει ν’ ανοίξει αλλά το ξύλο ήταν βαρύ και δε κουνιόταν από τη θέση του.
«Γκέιλ!» φώναξε με όλη της τη δύναμη ανήμπορη να κρύψει τον εκνευρισμό της.
«Για το καλό σου είναι, πέσε για ύπνο», φώναξε εκείνος αγανακτισμένος και η Έλγουεν τον άκουσε να λέει σε κάποιον φρουρό να μείνει εκεί και να σιγουρευτεί πως το ξωτικό δε θα έκανε καμία τρέλα. Η Έλγουεν ξεφύσησε βρίζοντας μέσα από τα δόντια του και άρπαξε τις μπότες της, τις οποίες και ξαναφόρεσε. Έτρεφε αυταπάτες ο Γκέιλ αν πίστευε πως θα έμενε κλειδωμένη εκεί μέσα, σε τέσσερις τοίχους, μέχρι να την ανάγκαζε να παντρευτεί… και μάλιστα κάποιον σαν τον Σαοϊρσε;
«Ονειρέψου, Γκέιλ!» μουρμούρισε και πέρασε γύρω από τους ώμους της το τόξο που είχε φτιάξει με τα χέρια της και τη φαρέτρα που της είχε χαρίσει ο Γκριάν, και προχώρησε με σταθερό βήμα προς το παράθυρο. Ευτυχώς ήταν από τα λίγα παράθυρα που δεν είχαν καλυφτεί με αυτά τα απαίσια σίδερα που είχαν όλα τα υπόλοιπα του κάστρου. Πάτησε πάνω στο περβάζι και κράτησε την ανάσα της όταν έριξε μια ματιά προς τα κάτω. Δε φοβόταν  σχεδόν τίποτα μα με τα ύψη είχε ένα θέμα. Μουρμούρισε μια προσευχή μπας και καταφέρει να διώξει τον ίλιγγο που ένιωθε και γύρισε το κεφάλι της προς τ’ αριστερά. Μερικά βήματα έπρεπε να κάνει για να φτάσει στο δίπλα δωμάτιο, να πηδήξει μέσα και να το σκάσει. Έπρεπε να βρει το Γκριάν, μόνο αυτός θα μπορούσε ν’ αλλάξει γνώμη στον Γκέιλ και να τον πείσει πως δεν ήταν κατάλληλη για γυναίκα κανενός.
Προχώρησε με σταθερά, πλαγιαστά βήματα προς το παράθυρο και κοκάλωσε όταν είδε ένα σμήνος από νέους ιππότες να βγαίνουν από τη μπροστινή πόρτα στην αυλή, όπου έβλεπε το δωμάτιο της, για να ξεκινήσουν την εκπαίδευση τους. Δεν την ένοιαζαν εκείνοι, ο Γκέιλ όμως ήταν μαζί τους ως εκπαιδευτής τους και σύντομα θα σήκωνε το βλέμμα του προς το μέρος της. Σίγουρα θα έβγαζε το φλασκί του με τη πρώτη ευκαιρία και εκείνη δε θα ‘πρεπε να είναι εκεί όταν αυτό γινόταν. Ακούμπησε τη πλάτη της στο τοίχο και προσπάθησε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μόλις έφτασε στο δίπλα δωμάτιο, πήδηξε μέσα γρήγορα κι έπεσε στο πάτωμα γιατί το πόδι της πιάστηκε στο ύφασμα που κρεμιόταν από εκεί. Ο γδούπος που έκανε όταν το σώμα της βρήκε το μάρμαρο, ήταν εκκωφαντικός, και το ίδιο ήταν και το βογκητό πόνου που άφησε. Μια κραυγή την έκανε να τιναχτεί όρθια και να τραβήξει το στιλέτο της μα κοκκίνισε ολόκληρη όταν είδε ένα ζευγάρι στο κρεβάτι ολόγυμνο. Μόλις τους είχε διακόψει…
«Συγνώμη…» γέλασε νευρικά και έτρεξε στη πόρτα. Ο φρουρός της κοιτούσε αλλού όταν βγήκε αθόρυβα από τη πόρτα κι έτρεξε προς την αντίθετη μεριά. Γέλασε άηχα και κατέβηκε σα σίφουνας τα σκαλιά προς τη κουζίνα. Χαιρέτησε τις μαγείρισσες κι έκλεψε ένα φρέσκο καρβέλι πριν η παχουλή αρχιμαγείρισσα την πάρει είδηση. Η μικρότερη μέσα στην κουζίνα, της έδωσε ένα πανί με τυρί και φρούτα, κι αφού η Έλγουεν τη φίλησε στο μάγουλο, βγήκε από τη κουζίνα σα κυνηγημένη. Ήξερε που θα βρει τον Γκριάν εκείνη την ώρα κι έτσι έτρεξε με όση δύναμη είχε προς τους στάβλους. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει και να τη σώσει από τη τρέλα του Γκέιλ, τόσο που δεν πρόλαβε να σταματήσει πριν μπει μέσα στο στάβλο και τον πιάσει στα πράσα με μια όμορφη κυρία των τιμών.
«Ω, συγνώμη…» ψέλλισε σοκαρισμένη ενώ η κοπέλα προσπαθούσε να καλυφτεί. Το στομάχι της σφίχτηκε και ένα περίεργο συναίσθημα της έκανε επίθεση, κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ της. Ζήλια… μα γιατί να ζηλέψει; Δεν ήταν κρυφό πως ο πρίγκιπας έβρισκε τρόπους να περνάει καλά. Κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του και καθάρισε τον λαιμό της δυνατά. Ήξερε πολύ καλά πως η αύρα της αυτή τη στιγμή πρόδιδε τα συναισθήματά της και δεν μπορούσε να κρυφτεί ότι κι αν έκανε.
«Λαβίν, δε φεύγεις πριν το ξωτικό μας εκραγεί;» είπε νωχελικά ο πρίγκιπας στη νεαρή που έδειχνε να φοβάται την Έλγουεν. Το ξωτικό δεν χαμογέλασε όταν ο πρίγκιπας αστειευόμενος τη φίλησε στο μάγουλο για να την ηρεμήσει. «Τι έγινε τώρα, γιατί είσαι έτσι τόσο κατσούφα;» τη ρώτησε ανήσυχος.
«Τίποτα», απάντησε εκείνη θυμωμένα και του γύρισε τη πλάτη ενώ το στέρνο της ανεβοκατέβαινε σα τρελό στη προσπάθεια της να αναπνεύσει. «Απλά… μόλις έμαθα πως σε δύο βδομάδες παντρεύομαι», πέταξε με θυμό και περπάτησε μακριά του χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις